Ερμηνεία Κανόνος Όρθρου Μεγάλης Πέμπτης

Ε ρ μ η ν ε ί α    ε ι ς    τ ο ν    Κ α ν ό ν α

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

Ποίημα όντα του Αγίου Κοσμά,

και πρώτον εις την ακροστιχίδα.

Ακροστιχίς.

Τη μακρά Πέμπτη μακρόν ύμνον εξάδω.

Ποίος είναι ο σκοπός της παρούσης Ακροστιχίδος, καθένας δύναται να τον εννοήση˙ επειδή γαρ ο Ιερός Μελωδός εις μεν την μεγάλην Δευτέραν και Τρίτην και Τετράδα έγραψε Τριώδια και Διώδια, εις δε την μεγάλην ταύτην Πέμπτην ολόκληρον Κανόνα, μακρόν ωνόμασε. Διατί δε εις μεν τας άλλας ημέρας: ήτοι εις την μεγάλην Δευτέραν και Τρίτην και Τετράδα μικρά μέλη εσύνθεσεν ο Ποιητής: τουτέστι Τριώδια και Διώδια, εις ταύτην δε ολόκληρον και μακρόν Κανόνα εσύνθεσεν; Επειδή εκείναι μεν είναι μέρος των νηστίμων ημερών, και ουδέ τελεία λειτουργία γίνεται εις αυτάς, αλλά μόνον προηγιασμένη˙ όθεν, καθώς αι άλλαι νήστιμοι ημέραι της τεσσαρακοστής με Τριώδια ετιμήθησαν από τους Ιερούς Ποιητάς, Θεόδωρον, λέγω, τον Στουδίτην, και τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ τον αυτάδελφόν του˙ ούτως ακολούθως και αι ημέραι αυταί, ως νήστιμοι ούσαι, με Τριώδια μόνον ετιμήθησαν από τον Ιεράρχην Κοσμάν˙ η δε μεγάλη Πέμπτη, ως ανωτέρα ούσα των νηστίμων ημερών και συναριθμουμένη με τας εορτασίμους (διότι, καθώς γίνεται εις εκείνας τελεία λειτουργία, ούτω γίνεται και εις αυτήν), δια ταύτα, λέγω, τα προνόμια ετιμήθη αυτή με Κανόνα ολόκληρον˙ ή και επειδή κατά την μεγάλην Πέμπτην έγινεν ο μυστικός Δείπνος και ο θείος Νιπτήρ, τα οποία έχουν μεγάλην ύλην, ήτις δεν εχώρει εις ενός Τριωδίου στενότητα. Δια τούτο ολόκληρον Κανόνα εμελώδησεν ο Ποιητής, ίνα έχη ευρυχωρίαν και περιλάβη εν αυτώ άπαντα τα της εορτής, και ουδέν αφήση αυτής αμελώδητον.

Περί δε του μέτρου των ποδών του Ιαμβικού στίχου της ακροστιχίδος αμφιβολίαν έχουσιν οι Γραμματικοί˙ άλλοι μεν γαρ κατηγορούσιν ως άτεχνον τον Ίαμβον τούτον˙ καθότι επί μεν του δευτέρου, ήγουν του, κρα και πεμ, μεταχειρίζεται ως βραχύ το κρα, το οποίον είναι φύσει μακρόν˙ επί δε του έκτου ποδός του, άδω, μεταχειρίζεται ως βραχύ το α, το οποίον είναι μακρόν˙ και ούτω ποιεί και τους δύο αυτούς πόδας Σπονδείους και ουχί Ιάμβους˙ το οποίον είναι παρά τους Κανόνας των Ιαμβικών στίχων, εις τους οποίους ουδέποτε γίνεται Σπονδείος ο δεύτερος πους και ο έκτος, αλλά, ή Ιαμβικός, ή Πυρρίχιος. Άλλοι δε πάλιν, εκ των οποίων είναι και ο Θεόδωρος, υπεραπολογούνται του Ποιητού και λέγουσιν ότι τούτο εποίησε κατά ποιητικήν αδείαν.

Καθώς γαρ ο Ποιητής Όμηρος και Θεόκριτος Σικελιώτης ο Βουκολικός μεταχειρίζονται τα μακρά ως βραχέα, και τα βραχέα ως μακρά˙ ούτω και ο Ιερός Κοσμάς, Ποιητής ών, είχε την άδειαν να μεταχειρισθή τα δύο ταύτα μακρά: ήτοι το, κρα και το α, αντί βραχέων εμεταχειρίσθη δε ταύτα ούτω, διότι έλαβεν ανάγκην να περιλάβη εν τω Ιάμβω τούτω αυτό το νόημα, ήγουν «Την μεγάλην Πέμπτην δια μεγάλου ύμνου τιμώ»˙ και επειδή έβλεπεν ότι ήτον δύσκολον να περιλάβη και το νόημα ολόκληρον, να φυλάξη και την ακρίβειαν του μέτρου, δια τούτο επροτίμησε το μεγαλύτερον, και εκαταφρόνησε το μικρότερον: ήτοι την ακρίβειαν του μέτρου. Άλλως τε δε και του άδω το ά δύναται βραχύ γενέσθαι, αποβληθέντος του υπογεγραμμένου ι του διφθογγούντος αυτό και μακρόν ποιούντος˙ ούτω γαρ και επί του αεί, του ι αποβαλλομένου, βραχύνεται το α, καθώς η χρήσις τούτου πλεισταχού ευρίσκεται παρά τοις Μετρικοίς.

Ωδή α΄ Ήχος Πλ. β΄. Ο Ειρμός.

Τμηθείση τμάται, πόντος ερυθρός, κυματοτρόφος δε ξηραίνεται βυθός, ο αυτός ομού αόπλοις γεγονώς βατός και πανοπλίταις τάφος. Ωδή δε θεοτερπής ανεμέλπετο˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το θαύμα της ερυθράς θαλάσσης αναφέρει ο Ιερός Μελωδός εν τω Ειρμώ τούτω της πρώτης Ωδής, καθώς είναι σύνηθες τοις Ασματογράφοις να αναφέρουσιν αυτό εις τον Ειρμόν της πρώτης Ωδής. Διηγείται λοιπόν το θαύμα, ούτω λέγων˙ το άκοπον πέλαγος της ερυθράς θαλάσσης εκόπη με την τμηθείσαν, ήγουν με την ράβδον του Μωϋσέως, ήτις εκόπη από δένδρον˙ εκ των δένδρων γαρ και φυτών αι ράβδοι κόπτονται και κατασκευάζονται. Το μεν πέλαγος λοιπόν της ερυθράς, το έως τότε άκοπον όν και αδιαίρετον, τότε εκόπη και εδιαιρέθη˙ το δε βάθος της θαλάσσης όπου εγέννα πάντοτε κύματα, αυτό εξηράνθη και έγινε στερεά, με το να εχωρίσθη το νερόν και εστάθη τείχος εκ δεξιών και τείχος έξ ευωνύμων, ως γέγραπται (Εξ. ιδ΄) ˙ όθεν το αυτό βάθος της θαλάσσης με τον χωρισμόν του νερού και με την ξηρότητα έγινεν εις μεν τους Ισραηλίτας όπου δεν είχον άρματα στράτα στερεά, ήτις επεριπατήθη από τους πόδας εκείνων, εις δε τους αρματωμένους Αιγυπτίους έγινε τάφος˙ εγύρισε γαρ το νερόν οπίσω και κατεπόντισεν αυτούς. Νοείται δε ο Ειρμός ούτος και εις την άχραντον σάρκα του Θεανθρώπου Λόγου και εις το πάθος εκείνης˙ δια μέσου γαρ της τμηθείσης, ήγουν παθούσης και σταυρωθείσης θεοϋποστάτου σαρκός του Κυρίου υπό της ράβδου του Σταυρού ετμήθη και εδιαιρέθη ο κόκκινος και αιματώδης πόντος της αμαρτίας, και ο του θανάτου βυθός εχωρίσθη˙ και εις μεν τους ευσεβείς ημάς έγινεν ευκολοδιάβατος, εις δε τους Αιγυπτίους Δαίμονας έγινε τάφος και αφανισμός και απώλεια. Σημειούμεν δε τοις αναγινώσκουσιν ότι εν πολλαίς εκδόσεσιν αντί του, Τμηθείση, γράφεται Τμηθείς˙ όπερ εσφαλμένον εστί προφανώς.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Η πανταιτία, και παρεκτική ζωής, η άπειρος σοφία του Θεού ωκοδόμησε τον οίκο εαυτής, αγνής εξ απειράνδρου μητρός˙ ναόν γαρ σωματικόν περιθέμενος, ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Ο σοφός Σωλομών επειδή εζήτησε σοφίαν και γνώσιν από τον Θεόν και έλαβεν αυτήν περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, όσοι απ’ αιώνος εστάθηκαν εις τον κόσμον, ως το λέγει μόνος, δια τούτο εις όλα τα συγγράμματά του επαινεί, την αυτήν σοφίαν, και τα έργα αυτής ανακηρύττει, και την πολλήν ωφέλειαν όπου προξενεί εις την παρούσαν ζωήν˙ ηξεύρουσι τούτο εκείνοι όπου εδοκίμασαν δια της αναγνώσεως τα βιβλία του. Εκείνο όμως το ρητόν όπου λέγει εις τας Παροιμίας «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπήρεισε στύλους επτά˙ έσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν˙ απέστειλε τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα λέγουσα˙ έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, όν κεκέρακα ημίν» (Παρ. θ’ 35), τούτο, λέγω, το ρητόν δεν παραδέχονται οι θείοι Πατέρες, μάλιστα δε ο Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγω β’ περί Υιού), και ο Νύσσης (Λόγω γ΄ κατ’ Ευνομίου) να λέγεται περί της κάτω και της εν τοις κτίσμασιν ενθεωρουμένης σοφίας, ήτις είναι ενέργεια μεν ουσιώδης Θεού, ανυπόστατος δε και ούκ ουσία 35 , αλλά περί της ενυποστάτου και πρώτης και παντουργού των όλων Σοφίας, ήτις είναι αυτός ο Μονογενής Υιός του Θεού, και δι’ αυτήν ισχυρίζονται ότι προφητεύονται ταύτα.

Όθεν και ο πολύς τα θεία και Ιεράρχης ούτος Κοσμάς, ακολουθών εις τους αυτούς θείους Πατέρας, ερανίσθη το ανωτέρω του Σολομώντος ρητόν, και προσαρμόζει τούτο ευφυώς εις την παρούσαν ημέραν, κατά την οποίαν η αληθινή και άπειρος Σοφία του Θεού: ήτοι ο Μονογενής Υιός του Πατρός, ετέλεσε τον μυστικόν Δείπνον, και μεταδίδει εις τους πιστούς το Πανάγιον σώμα και αίμά του, και με αυτά τρέφει τας ψυχάς αυτών και τα σώματα.

35. Απορίας άξιον είναι, διατί οι μέν άλλοι Πατέρες και Θεολόγοι μίαν μεν ουσίαν επί Θεού δογματίζουσι και τρείς υποστάσεις, τας δε του Θεού ενεργείας ούτε ουσίας λέγουσιν ούτε ενυποστάτους; Ο δε θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης εν τω προς τον Αίνου λόγω ουσίας ταύτας ονομάζει; Ούτω γαρ επί λέξεως φησί˙ (Και μην κατά τον πολύν όντως και πνευματοκίνητον νούν των Ιερών Πατέρων, φαίη αν τις και ουσίαν ευσεβώς εκάστην των του Θεού ενεργειών». Τι ούν να ειπούμεν εις λύσιν της απορίας και συμβιβασμόν των Ιερών Θεολόγων; Ή ότι οι μεν άλλοι Θεολόγοι δεν είπον ουσίας τας του Θεού ενεργείας, συγκρίνοντες αυτάς με την υπερούσιον ουσίαν του Θεού, εξ ής πηγάζουσιν, αύται, ως ενέργειαι αυτής ουσιώδεις και αχώριστοι˙ ο δε θείος Γρηγόριος συγκρίνει τας ενεργείας ταύτας, ουχί με την μίαν υπερούσιον ουσίαν του Θεού, εξ ής πηγάζουσιν, αλλά με τα κτίσματα τα των θείων ενεργειών αποτελέσματα˙ εί γαρ τα κτίσματα ουσίαι εισί τε και λέγονται, πόσω μάλλον αι του Θεού ενέργειαι αι των κτισμάτων ουσιοποιοί; Ίσως δε ουσίας λέγει τας του Θεού ενεργείας, και ως ουσιώδεις και αχωρίστους της θείας ουσίας˙ καθότι και τα ουσιώδη ουσίαι λέγονται, και τα φυσικά, φύσις, ως λέγομεν «Φύσις τω Θεώ η αγαθότης», (ήτοι φυσική).

Βλέπε δε, ώ αναγνώστα, την σοφίαν του Ιερού Μελωδού˙ επειδή γαρ το ανωτέρω του Σολομώντος ρητόν ήτον πλατύ, και δεν εδύνετο να περιληφθή εις ένα μόνον Τροπάριον ή και δύο, δια τούτο εμοίρασεν αυτό επιτηδείως εις πολλά και διάφορα μερίδια˙ ευθύς γαρ εις το παρόν Τροπάριον αναφέρει τον λόγον τούτον μόνον «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον», και ούτω λέγει˙ η δημιουργική και συνεκτική πάντων των κτισμάτων αιτία, η παρέχουσα ζωήν εις όλα τα κτίσματα τα ζωής μετέχοντα, και η άπειρος κατά την αρχήν και το τέλος του χρόνου Σοφία (άναρχος γαρ εστί) κατά χρόνον και ατελεύτητος) αύτη, λέγω, η ενυπόστατος Σοφία του Πατρός, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, έκτισε τον ιδικόν της οίκον, τουτέστι το άχραντον σώμα, το οποίον προσέλαβεν εκ των παναχράντων αιμάτων της καθαρωτάτης και απειράνδρου Μητρός του.

Είτα, επειδή οίκον ωνόμασε το θεοϋπόστατον σώμα του Κυρίου, κατά την ρήσιν του Σολομώντος, και εστοχάσθη ότι δεν λέγεται κυρίως επί του Θεού το της οικίας όνομα, των ανθρώπων γαρ είναι ίδιον να κατοικούν τας οικίας˙ ο δε Θεός, αν και δοθή ότι κατοικεί, εις ναόν όμως, και όχι εις οίκον απλώς κατοικεί˙ επειδή, λέγω, το θεοϋπόστατον σώμα οίκον ωνόμασεν ο Μελωδός, τούτου χάριν εκείνο όπου ανωτέρω ωνόμασεν οίκον, ναόν κατωτέρω ονομάζει, ακολουθήσας τω Κυρίω˙ τω λέγοντι περί του ιδικού του σώματος˙ «Δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν˙ τούτο γαρ έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού»36 (Ιω. β’ 19-21). Δια τούτο και λέγει ο Ασματογράφος, ότι ναόν σωματικόν περιθέμενος: ήτοι σάρκα φορέσας Χριστός ο Θεός ημών, ενδόξως δεδόξασται εν αυτώ˙ ούτω γαρ έλεγον και οι τρείς θεολόγοι Παίδες˙ «Ευλογημένος εί εν τω ναώ της αγίας δόξης σου» (ήγουν εν τω ανθρωπίνω προσλήμματι, το οποίον εναοποιήθη με την δεδοξασμένην σου Θεότητα).

36. Αυτολεξεί ο στίχος είναι˙ «Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν (στίχ. 19)˙ εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού» (στίχ. 21).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μυσταγωγούσα, φίλους εαυτής, την ψυχοτρόφον ετοιμάζει τράπεζαν, αμβροσίας δε η όντως σοφία Θεού˙ κιρνά κρατήρα πιστοίς. Προσέλθωμεν ευσεβώς και βοήσωμεν˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Εις μεν το ανωτέρω Τροπάριον έδειξεν ο Μελωδός την ενυπόστατον του Θεού Σοφίαν οικοδομούσαν εις τον εαυτόν της οίκον˙ τώρα δε εις το παρόν δείχνει την αυτήν Σοφίαν ετοιμάζουσαν την ιδικήν της τράπεζαν, ακολουθών εις τα λόγια του Σολομώντος, τα οποία ανωτέρω ερρέθησαν˙ δια τούτο και λέγει ότι η αληθινή και ενυπόστατος Σοφία του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ετοιμάζει την ιδικήν του τράπεζαν την τρέφουσαν τας ψυχάς των πιστών˙ και τον μεν άρτον αυτής: ήτοι το Πανάγιον αυτού σώμα προτίθεται εις φαγητόν˙ το δε ζωηρόν και άχραντον αυτού αίμα, τον αληθινόν της αμβροσίας (ήτοι αθανασίας) κρατήρα (ήτοι ποτήριον) προχέει εις πόσιν των πιστών Χριστιανών.

Διατί δε ετοιμάζει ο Κύριος την ψυχοτρόφον ταύτην τράπεζαν; Δια να μυσταγωγήση τους ιδικούς του φίλους και μαθητάς, τουτέστι να αναβιβάση αυτούς εις μυστικωτέραν θεωρίαν και γνώσιν δια μέσου των ορωμένων συμβεβηκότων των Μυστηρίων. Ή δεν είναι έργον μυσταγωγίας της άκρας και ανωτάτω το να δίδη μεν εις τους μαθητάς του άρτον ο Κύριος , να λέγη δε εις αυτούς «Τούτό εστι το σώμα μου»; Ομοίως και το να δίδη μεν εις αυτούς οίνον να πίωσι, να λέγη δε «Τούτο εστί το αίμά μου;» Ναι βεβαιότατα. Λοιπόν ας πλησιάσωμεν και ημείς όσοι δεν έχομεν κανένα εμπόδιον από τους ιερούς Κανόνας εις την τοιαύτην ψυχοτρόφον τράπεζαν, την οποίαν μας ητοίμασεν η αληθής Σοφία του Θεού, ο ημέτερος Σωτήρ και γλυκύς και πράγμα και όνομα Ιησούς Χριστός˙ ας πλησιάσωμεν δε ευσεβώς και μετά πίστεως, και όχι, ως ο Ιούδας, ασεβώς και απίστως, και άς φωνάξωμεν˙ ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών.

Λέγει δε και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος˙ «Ποιήσωμεν ούν ημάς αυτούς αξίους δια της μετανοίας, μάλλον δε, προσενέγκωμεν ημάς αυτούς δια των έργων της μετανοίας τω δυναμένω ποιείν αξίους έξ αναξίων˙ και ούτω μετ’ ελπίδος και πίστεως ακαταισχύντου προσέλθωμεν σκοπιούντες ού το ορώμενον απλώς αλλά τα μη ορώμενα˙ ο γαρ άρτος ούτος οιόν τι καταπέτασμά εστιν ένδον κρύπτον την Θεότητα˙ και τούτο δηλών ο θείος Παύλος, έλεγεν ότι ανεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον και ζώσαν δια του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός αυτού, και δι’ αυτής το πολίτευμα ημών εις Ουρανούς ανάγεται˙ εκεί γαρ ο άρτος ούτος˙ και εισερχόμεθα εις τα όντως άγια των αγίων δια της εν αγνεία προσφοράς του σώματος του Χριστού. Προσερχώμεθα ούν, αδελφοί, μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως˙ Μυστήρια γαρ δια τούτο λέγεται, επεί ού το ορώμενόν εστιν απλώς, αλλά πνευματικόν τι και απόρρητον, και ό γαρ είπεν ο Κύριος, ότι το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σάρξ ούκ ωφέλει ουδέν. Εάν προς το φαινόμενον μόνον βλέπης, ουδέν ωφελήθης˙ εάν δε προς το Πνεύμα, δηλαδή πνευματικόν αυτόν τον προκείμενον οράς άρτον, ζωοποιηθήση μετασχών. Διο προκαθαρθώμεν, αδελφοί, και σώμα και στόμα και διάνοιαν, και εν αγαθή και καθαρά συνειδήσει προσέλθωμεν. Εί γαρ χαλκείς και χαλκοτύποι και χρυσοχόοι περιτήκοντες χαλκώ, χρυσόν, ή άργυρον, ήτοι των τοιούτων, και μέλλοντες ήδη δια του γαννώματος το άνθος περιτιθέναι της ευχροίας, πρότερον αποξέουσι, πάντα ρύπον εκκαθαίροντες˙ πόσω μάλλον ημάς χρή, κρειττόνως μέλλοντας χρυσούσθαι, μάλλον δε θεούσθαι, προκαθαίρειν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος; Ού γαρ την επιφάνειαν λαμπρυνόμεθα μόνην, ως ο γεγγαννωμένος χαλκός, αλλά και τα ένδον άπαντα˙ ώστε και τους εν τω βάθει της ψυχής σπίλους προαπονιψάμενοι, προσέλθωμεν˙ ούτω γαρ προσελευσόμεθα εις σωτηρίαν» (Ομιλία περί θείων Μυστηρίων εκφωνηθείσα προ τεσσάρων ημερών της Χριστού Γεννήσεως).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ακουτισθώμεν, πάντες οι πιστοί, συγκαλουμένης υψηλώ κηρύγματι, της ακτίστου και εμφύτου σοφίας του Θεού˙ βοά γαρ γεύσασθε, και γνόντες ότι χρηστός εγώ κράξατε˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και εις τούτο το Τροπάριον αναφέρει την ρήσιν του Σολομώντος ο θαυμάσιος Μελωδός, την οποίαν εκείνος εφιλοσόφησε δια την ενυπόστατον Σοφίαν του Θεού˙ όθεν ερανισθείς εκείνην μόνην την περικοπήν την λέγουσαν «Απέστειλε τους εαυτής δούλους, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα» (Σοφ. θ’ 3) είτα γυρίσας προς τον λαόν, ούτω λέγει˙ άς ακούσωμεν όλοι οι πιστοί Χριστιανοί την άκτιστον και έμφυτον Σοφίαν του Θεού: ήτοι τον Μονογενή αυτού Υιόν, ο οποίος συγκαλεί ημάς εις το πνευματικόν και αθάνατον των θείων Μυστηρίων συμπόσιον˙ φωνάζει γαρ ως από κανένα υψηλόν και περίοπτον τόπον και λέγει˙ γεύσασθε τα παρ’ εμού προτιθέμενα πνευματικά φαγητά και πιοτά, και γνωρίσαντες από την γεύσιν και πείραν πόσον εγώ είμαι χρηστός και γλυκύς, κράξατε˙ ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών. Ερανίσθη δε το ανωτέρω ρητόν από τον ψαλμογράφον Δαβίδ λέγοντα˙ «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. λγ’ 9).

Είπε δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος˙ «Ώ του θαύματος! Βαβαί του μεγέθους της αγάπης, ήν εφ’ ημάς πλουσίως ο Θεός εξέχεεν! Ανεγέννησεν ημάς τω Πνεύματι, και εν Πνεύμα μετ’ αυτού γεγόναμεν, καθάπερ ο Παύλος φησίν˙ «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν Πνεύμα εστίν. Ίν’ ούν μη κατά Πνεύμα μόνον, αλλά και κατά το σώμα εν ώμεν μετ’ εκείνου, σάρξ εκ της σαρκός αυτού και οστούν εκ των οστών αυτού, την δια του άρτου τούτου προς αυτόν συνάφειαν ημίν εχαρίσατο. Εκεί μεν ούν προσκολληθήσεται, (ο ανήρ και η γυνή), φησίν, εις σάρκα μίαν, άλλ’ ουχί και Πνεύμα έν˙ ημείς δε ού προσκολλώμεθα μόνον, αλλά και ανακιρνώμεθα τω του Χριστού σώματι δια της μεταλήψεως του θείου τούτου άρτου˙ και ού σώμα μόνον εν γινόμεθα, αλλά και Πνεύμα έν. Οράς ότι το υπερβάλλον μέγεθος της εις ημάς αγάπης του Θεού δια της μεταδόσεως του άρτου και του ποτηρίου τούτου και γίνεται και δείκνυται;» Και πάλιν˙ «Συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην δια της μεταλήψεως τούτου του αίματος εις μίαν σάρκα μεθ’ ημών γενόμενος˙ αλλά και Πατήρ ημών εγένετο δια του θείου κατ’ αυτόν Βαπτίσματος, και τρέφει μαστοίς οικείοις, ως υπομάζια βρέφη Μήτηρ φιλόστοργος˙ και το μείζον έτι και παραδοξότερον, ως ούχ αίματι μόνον αντί γάλακτος, αλλά και τω ιδίω σώματι˙ ουδέ τω σώματι μόνον, αλλά και τω Πνεύματι» (Λόγος περί Θείων Μυστηρίων).

Ωδή γ’. Ο Ειρμός.

Κύριος ών πάντων, και κτίστης Θεός, το κτιστόν ο απαθής, πτωχεύσας σεαυτώ ήνωσας˙ και το Πάσχα οίς έμελλες θανείν, αυτός ών σεαυτόν προετίθεις 37˙ φάγετε βοών το σώμα μου, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αφ’ ού ανωτέρω είπεν ο Ιερός Μελωδός το κήρυγμα της ενυποστάτου Σοφίας του Θεού, με το οποίον συνεκάλεσεν ημάς εις το πνευματικόν των Μυστηρίων συμπόσιον˙ τώρα εδώ αναφέρει και τα ίδια λόγια του τοιούτου κηρύγματος. Ποία δε είναι αυτά; «Ός εστίν άφρων, εκκλινάτω προς με˙ και τοις ενδεέσι φρενών είπεν˙ έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, όν κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ’ 4).

Συνάπτει δε με τα λόγια του Σολομώντος και τα λόγια του Ευαγγελίου, τα οποία είπεν εν τω μυστικώ Δείπνω εις τους Αποστόλους ο Κύριος˙ «Λάβετε φάγετε˙ τούτο εστί το σώμα μου» και, «Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμά μου» (Ματ. κστ’ 26-28). Συνάψας λοιπόν τα λόγια ταύτα εν τω παρόντι Τροπαρίω, ούτω λέγει˙ ώ Χριστέ Βασιλεύ, συ υπάρχων αυθέντης και Κύριος πάντων των όντων, και κτίστης Θεός πάντων των υπό σου δημιουργηθέντων κτισμάτων αισθητών τε και νοητών, και απαθής και πλούσιος ών κατά την Θεότητα, έπ’ εσχάτων των ημερών δι’ άκραν φιλανθρωπίαν επτώχευσας το κτιστόν τούτο φύραμα: ήτοι την ιδικήν μας ανθρωπίνην φύσιν, ενώσας αυτήν σεαυτώ: ήτοι εις την θείαν σου υπόστασιν ατρέπτως και αναλλοιώτως.

37. Ούτω γράφεται και παρά τω Θεοδώρω και παρά τω ανωνύμω ερμηνευτή το Τροπάριον τούτο εις δεύτερον πρόσωπον˙ εν δε τοις τετυπωμένοις Τριωδίοις γράφεται εις πρόσωπον τρίτον ούτω˙ «Κύριος ών πάντων και κτίστης Θεός, τον κτιστόν (ήτοι τον Αδάμ ή τον άνθρωπον) ο απαθής πτωχεύσας εαυτώ ήνωσε, και το Πάσχα οις έμελλε θανείν αυτός ών εαυτόν προετίθη, κ.λ.π.».

Όθεν εσύ το αληθινόν Πάσχα υπάρχων, καθώς βοά ο Απόστολος «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α΄Κορ. ε’ 7) επρόθεσας: ήτοι ετραπέζωσας αυτός τον εαυτόν σου εις τους Αποστόλους, και εις όλους τους ανθρώπους, Οίς έμελλες θανείν: ήτοι χάριν των οποίων έμελες να αποθάνης. Και καθό μεν Θεός και Κτίστης, Θύτης και Ιερεύς λέγεσαι, ότι συ επρόθεσας τον εαυτόν σου˙ καθό δε άνθρωπος και κτίσμα, θύμα και ιερείον λέγεσαι, ότι συ ήσουν και ο προτεθειμένος. Τι δε έλεγες; Φάγετε το σώμα μου, και δια της βρώσεως τούτου θέλετε στερεωθή με την προς εμέ πίστιν και αγάπην και οικειότητα. Τι γαρ άλλο είναι ελκυστικώτερον εις πίστιν, εις αγάπην Θεού, ως το να μεταλαμβάνη τινάς συνεχώς και μετά της πρεπούσης ετοιμασίας το Πανάγιον σώμα του γλυκυτάτου Σωτήρος; Είπε δε το, Εστερεώθη, ο Μελωδός, δια να δείξη ότι η Ωδή αύτη είναι της Προφήτιδος Άννης, της οποίας λόγος είναι το «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω» (α’ Βασ.β΄1). Σημείωσαι ότι μόνην την δόσιν του άρτου: ήτοι του σώματος του Κυρίου αναφέρει το παρόν Τροπάριον, και ουχί την δόσιν του ποτηρίου: ήτοι του ζωηρού αίματος αυτού˙ δια τούτο και προς την δόσιν του άρτου αρμόδιον και οικείον είναι το, Εστερεώθη˙ ει γαρ ο Δαβίδ περί του ψιλού άρτου λέγει «Και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (Ψαλ. ργ΄15), πόσω μάλλον στηρίζει την καρδίαν και την ψυχήν του μεταλαμβάνοντος αυτός ο μετουσιωμένος άρτος εις αυτό το άχραντον και ζωοποιόν σώμα του Κυρίου;

Είπε δε και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος τα γλαφυρά ταύτα περί της μεταλήψεως των θείων Μυστηρίων˙ «Προς πόθον ημάς ενάγων ο Κύριος μείζονα, και το πλήρωμα δέδωκε του πόθου, ούχ οράν μόνον αυτόν, αλλά και άπτεσθαι και κατατρυφάν και εγκάρδιον ποιείσθαι, και εν εαυτοίς κατέχειν, εν αυτοίς ημών τοις οικείοις σπλάγχνοις έκαστον, δεύτε, λέγων, φάγετέ μου το σώμα, πίετέ μου το αίμα οι της αιωνίου ζωής επιθυμητικώς έχοντες˙ ίνα μη κατ’ εικόνα μόνον ήτε Θεού, αλλά και Θεοί και Βασιλείς αιώνιοι και ουράνιοι, εμέ τον Βασιλέα και Θεόν του Ουρανού περικείμενοι, φοβεροί μεν Δαίμοσι, θαυμαστοί δε Αγγέλοις, Υιοί δε αγαπητοί του Ουρανίου Πατρός αείζωοι, ωραίοι παρά τους των ανθρώπων, τερπνόν ενδιαίτημα της ανωτάτω Τριάδος˙ εν γαρ τούτω τω αίματι πολλή και άφατος η ωφέλεια˙ τούτο ημάς καινούς αντί παλαιών ποιεί και αϊδίους αντί προσκαίρων˙ τούτο ημάς απαθανατίζει και αειθαλείς απεργάζεται, ως δένδρα παρά τας διεξόδους των υδάτων πεφυτευμένα του Θείου Πνεύματος, άφ’ ών συνάγεται καρπός εις ζωήν αιώνιον˙ εκ μέν γαρ του Παραδείσου πηγή ανέβαινεν, άλλ’ αισθητή, και το πρόσωπον της γης επότιζε, ποταμούς αφιείσα αισθητούς˙ από δε της Ιεράς τραπέζης ταύτης, ήν ψαλμικώς ητοίμασεν ημίν ο Χριστός εξεναντίας των θλιβόντων ημάς Δαιμόνων τε και παθών, άνεισι πηγή πηγάς αφιείσα νοητάς, και ψυχάς ποτίζουσα, και μέχρις Ουρανών ανάγουσα, και των Αγγέλων επιστρέφουσα τας όψεις προς την καλλονήν, εν η διοράται το πολυποίκιλον της σοφίας του Θεού, παρακύπτειν αυτούς επιθυμείν ενάγουσα εις τα χαρισθέντα δια του τοιούτου αίματος ημίν».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ρύσιον παντός, του βροτείου γένους, το οικείον αγαθέ, τους σους μαθητάς επότισας, ευφροσύνης ποτήριον πλήσας˙ αυτός γαρ σεαυτόν ιερούργεις, πίετε βοών το αίμά μου, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή εις το ανωτέρω Τροπάριον ανέφερεν ο Μελωδός περί μόνης της δόσεως του άρτου: ήτοι του σώματος του Κυρίου, δια τούτο ακολούθως εν τω παρόντι Τροπαρίω αναφέρει και περί της δόσεως του οίνου: ήτοι του ζωηρού αίματος του Κυρίου˙ περί ης και ο Σολομών είπε προφητικώς «Έλθετε, πίετε τον εμόν οίνον, όν κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ΄5), και ο Κύριος είπε πραγματικώς «Πίετε έξ αυτού (του ποτηρίου δηλαδή) πάντες˙ τούτό εστι το αίμά μου το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ.κστ’ 27)˙ όθεν ρύσιον ονομάζει το ποτήριον του αχράντου αίματος: ήτοι λυτρωτήριον όλου του γένους των ανθρώπων˙ εδανείσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα εν τοις ηρωϊκοίς έπεσι περί του Δεσποτικού αίματος˙ «Ρύσιον αρχεγόνων παθέων κόσμοιό τ’ άποινον (ήτοι εξαγοραστήριον)».Εκείθεν λοιπόν λαβών την λέξιν ο Μουσουργός, ούτως αποτείνεται προς τον Σωτήρα Χριστόν.

Ώ φύσει αγαθέ και υπεράγαθε Δέσποτα! Συ επότισας το λυτρωτήριον του γένους των ανθρώπων ποτήριον: ήτοι το ζωηρόν αίμά σου˙ δια του ποτηρίου γαρ το εν τω ποτηρίω αίμα δηλούται, εκ του περιέχοντος το περιεχόμενον κατά συνεκδοχήν. Ποίους δε επότισας; Τους ιδικούς σου μαθητάς εν τω μυστικώ Δείπνω, γεμίσας αυτούς από πνυεματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν˙ οικεία δε και αρμοδία είναι η ευφροσύνη με το ποτήριον και το κέρασμα˙ καθότι όποιος πίνει οίνον σύμμετρον, αυτός λαμβάνει ευφροσύνην εις την καρδίαν του˙ διο και ο Δαβίδ έλεγε˙ «Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» (Ψαλ. ργ΄15), και ο Σολομών δια τούτο παραγγέλει να δίδουν οίνον εις τους λυπουμένους, ως δυνάμενον αυτούς χαροποιήσαι˙ «Δότε μέθην τοις εν λύπαις, και οίνον πίνειν τοις εν οδύναις» (Παρ. λα΄6), και ο Σειράχ˙ «Οίνος και μουσικά ευφραίνουσι καρδίαν» (Σειρ. μ΄20). Καθώς δε επί του άρτου είπεν ανωτέρω ο Μελωδός ότι αυτός σεαυτόν προετίθης˙ ούτως ακολούθως περί του αίματος εδώ λέγει ότι αυτός σεαυτόν ιερούργεις˙ αυτός γαρ ήσουν ο ίδιος και Ιερεύς και ιερουργούμενος και κεραστής και κέρασμα, εκχέων το οικείον σου αίμα, και βοών εις τους Μαθητάς σου «Πίετε το αίμα μου και πίστει στερεωθήσεσθε».38

Δύνασται δε να ειπή τινάς ότι αδιαφόρως ταύτα εξέλαβον και ο Λουκάς και ο Παύλος˙ καθότι και ο Λουκάς μετά το ειπείν «Και λαβών άρτον, και ευχαριστήσας», επιφέρει «Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων «Κεφ. κβ’ 20), ομοίως και ο Παύλος προτάξας ανωτέρω το ποτήριον του άρτου, μετά ταύτα λέγει το εναντίον «Ο Κύριος Ιησούς τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον, και ευχαριστήσας έκλασε κτλ. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων, κτλ.» Και αύτη η τάξις το να προηγήται η μετάληψις του άρτου από την μετάληψιν του οίνου είναι η κοινή της καθόλου Εκκλησίας, και ουδείς δύναται εναλλάσσειν αυτήν.

38. Εδώ δικαίως ήθελεν απορήση τινάς, διατί η θεία γραφή ποτέ μεν προτάσσει τον άρτον του ποτηρίου του οίνου; Ο μέν γαρ Ματθαίος προτάσσει τον άρτον του ποτηρίου˙ ο δε Λουκάς φαίνεται ότι προτάσσει το ποτήριον του άρτου ˙ «Δεξάμενος γαρ, φησί, ποτήριον, ευχαριστήσας είπε˙ λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς»˙ είτα λέγει περί του άρτου˙ «Και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε» (Λουκ. κβ. 19)˙ μολονότι άλλοι άλλως περί του ποτηρίου τούτου ηρμήνευσαν. Ο δε Παύλος λέγει˙ «Το ποτήριον της ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Τον άρτον όν κλώμεν ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστί»; (α΄Κορ. ι΄16), και πάλιν˙ «Ού δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον Δαιμονίων˙ ού δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης Δαιμονίων» (αυτόθι 21). Εις λύσιν λοιπόν της απορίας ταύτης φέρει μάρτυρα ο κριτικώτατος Φώτιος εν τη μυριοβίβλω αναγνώσει σκβ’ τον φιλοθεάμονα εκείνον και σοφόν άνδρα Ιώβιον τον Μοναχόν, όστις δίδει την αιτίαν της διαφόρου ταύτης τάξεως και λέγει˙ «Επειδή εν ημίν πρώτον το αίμα συνίσταται, είτα μεταβάλλεται εις σάρκα, δια τούτο φυσικώς η γραφή κινουμένη, την τάξιν ταύτην και κατά την των Μυστηρίων διήγησιν εφύλαξε προτάξασα δηλαδή το αίμα του σώματος˙ η δε ανάπαλιν τάξις (το να προτάσσεται δηλαδή ο άρτος και το σώμα του αίματος) της κοινής τραπέζης μιμείται την τάξιν˙ πρώτον γαρ έπ’ αυτής ο άρτος προτίθεται˙ είτα ο οίνος επιφέρεται».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Άφρων ανήρ ός εν υμίν προδότης, τοις οικείοις μαθηταίς προέφης, ο ανεξίκακος, ού μη γνώσεται ταύτα, και ούτος ασύνετος ών, ού μη συνήσει˙ όμως εν εμοί μείνατε, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το του άφρονος δύο σημαινόμενα έχει˙ άφρων γαρ ονομάζεται ο απλούς και ακέραιος και πονηρίαν μη έχων, τον οποίον συνειθίζομεν να ονομάζωμεν άπλαστον και άκακον˙ επειδή τούτου η ψυχή ως χάρτης άγραφος ούσα, γράφεται ύστερον και ενσημαίνεται με τας θείας διδασκαλίας του Πνεύματος, και αντί άφρων γίνεται έμφρων˙ τον τοιούτον άφρονα ζητεί ο Σολομών εις την αρχήν των Παροιμιών δια να δώση εις αυτόν φρόνησιν, λέγων˙ «Ίνα δω ακάκοις (άφροσι δηλ.) πανουργίαν (ήτοι φρόνησιν)˙ καθότι το, πανούργος όνομα, και επί του φρονίμου λαμβάνεται και επί του πονηρού», ως λέγει ο μέγας Βασίλειος αυτόθι.

Λέγεται άφρων και ο κακόφρων και κακότεχνος και της κακίας ευρετικώτατος, όστις μένει του λοιπού φρονήσεως και σοφίας και αρετής ανεπίδεκτος˙ περί ού είπεν ο ίδιος Σολομών˙ «Εις κακότεχνον ψυχήν ούκ εισελεύσεται σοφία, ουδέ κατοικήσει εν σώματι κατάχρεω αμαρτίας» (Σοφ. α΄4). Τοιούτος άφρων εστάθη ο πλούσιος εκείνος, ο κρημνίζων τας αποθήκας του και πάλιν ταύτας οικοδομών˙ προς όν ερρέθη˙ «Άφρον άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου» (Λουκ. ιβ΄20). Τοιούτος άφρων είναι ο την ύπαρξιν του Θεού αρνούμενος˙ περί ού είρηται από τον Δαβίδ˙ «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού˙ ούκ έστι Θεός» (Ψαλ. ιγ΄1). Τοιούτος τελευταίον άφρων εστάθη και ο προδότης Ιούδας˙ όθεν περί αυτού είπεν ο Δαβίδ˙ «Ανήρ άφρων ού γνώσεται, και ασύνετος ού συνήσει ταύτα» (Ψαλ. ψα΄6-7).

Ο Μελωδός λοιπόν τούτο το ρητόν ερανισθείς του Δαβίδ, και άφρονα και κακόφρονα τον Ιούδαν ηξεύρων, ούτω λέγει˙ ώ ανεξίκακε Χριστέ, ο τας κακίας πάντων υποφέρων, συ προείπες εις τους Ιερούς σου Μαθητάς˙ εσείς μεν, ώ κάλλιστοι Μαθηταί μου, με το να είσθε φρόνιμοι και συνετοί εγνωρίσατε και επιστεύσατε ότι ο άρτος όπου τρώγετε, και το ποτήριον του οίνου όπου πίνετε, είναι αληθώς σώμα και αίμα ιδικόν μου˙ ένας δε άνθρωπος αφρονέστατος όπου ευρίσκεται ανάμεσα εις εσάς, αυτός είναι προδότης ιδικός μου˙ «Εσθιόντων γαρ αυτών, φησίν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, είπεν (ο Κύριος)˙ αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (Ματθ. κστ΄21) και αυτός με το να είναι ασύνετος, δεν θέλει συνήσει τα τοιαύτα Μυστήρια˙ διότι ετύφλωσε τον νούν αυτού η κακία. Και λοιπόν, αν αυτός χωρίζεται από εμέ και δεν μένει εις εμέ την αληθινήν άμπελον, από την οποίαν εκεράσθη ο οίνος ούτος, άς χωρισθή˙ εσείς όμως οι αληθινοί και πιστοί Μαθηταί μου μη χωρισθήτε από εμέ, αλλά μένετε πάντοτε με εμέ, ίνα φέρητε πολύν καρπόν και στερεωθήτε με την εις εμέ ακλόνητον πίστην. Ερανίσθη δε ταύτα ο Μελωδός εκ των συλλαβών του Ευαγγελιστού Ιωάννου ούτω λέγοντος˙ «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν˙ καθώς το κλήμα ού δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε˙ ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν˙ εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι και καίεται» (Ιωάν. ιε΄4-6).

Ωδή δ΄. Ο Ειρμός.

Προκατιδών ο προφήτης, του μυστηρίου σου το απόρρητον, Χριστέ προανεφώνησεν˙ έθου κραταιάν αγάπησιν ισχύος, Πάτερ οικτίρμον˙ τον Μονογενή Υιόν γαρ αγαθέ, ιλασμόν εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ο Αββακούμ είναι Ποιητής της Τετάρτης Ωδής, δια τούτο και ο Ιερός Μελωδός εν τω Ειρμώ ταύτης αναφέρει αυτόν τον ίδιον περί του Χριστού προφητεύοντα και λέγει˙ ώ Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ο Προφήτης Αββακούμ προβλέπων το απόρρητον του Μυστηρίου (ήτοι του πάθους και του Σταυρού και του θανάτου σου) εγύρισε τον λόγον προς τον Θεόν και Πατέρα, και ούτω προανεφώνησεν˙ ώ Πάτερ φιλανθρωπότατε, όντως έθου κραταιάν αγάπησιν ισχύος: ήτοι έδειξας μίαν κραταιάν και ισχυροτάτην αγάπην εις ημάς τους ανθρώπους˙ επειδή δεν ακριβεύθης, ούτε ελυπήθης τον Μονογενή σου Υιόν, αλλά απέστειλας αυτόν ιλασμόν εις τον κόσμον: ήτοι θυσίαν και σφάγιον δια τον καθαρισμόν και εξιλασμόν των αμαρτιών μας˙ καθώς και ο Απόστολος Παύλος θαυμάζων την περί ημάς του Θεού και Πατρός αγάπην, έλεγεν˙ «Ός γε του ιδίου Υιού ούκ εφείσατο, άλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν»˙ (εις τον θάνατον δηλαδή) (Ρωμ. η΄32).

Γλαφυρά δε είναι και τα λόγια Ιωάννου του Ζωναρά, τα οποία λέγει εν τη ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου˙ «Κραταιάν αγάπησιν έθου προς ημάς (ήγουν μεγάλην και ισχυράν). Τοσαύτη, φησίν, ήν η προς ημάς σου αγάπη άπειρός τε και μέτρον άπαν υπερεκπίπτουσα, ότι ούκ εφείσω του Υιού σου, αλλά και ταύτα Μονογενή σοι όντα, εις θάνατον δέδωκας υπέρ ημών. Τις γαρ Πατήρ Υιόν, εί και μυρίοι παίδες ήσαν αυτώ, ηνέσχετο υπέρ άλλων δούναι εις θάνατον, και ταύτα δυσμενών όντων, και λελυπηκότων αυτόν; Ει δε και πολλών όντων παίδων, ούκ αν τις έδωκεν ένα, πως αν τις Μονογενή παρέσχεν, ού ανάγκη πάντως εκ φύσεως δια την υιότητα κήδεσθαι, και μάλλον υπερστέργειν αυτόν δια το μονογενές, και πλείονα προς αυτήν κεκτήσθαι την των σπλάγχνων στοργήν; Τούτο ούν και ο μέγας Απόστολος εκπληττόμενος, Ρωμαίοις επιστέλλων φησίν˙ «Έτι Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε˙ μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται˙ υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν˙ συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός; Ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, ο Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε΄6-8). Ούτως εκπλήξεως το πράγμα γέμει, και θάμβους πληροί πάσαν ψυχήν εννοουμένην αυτό».

Ιλασμός δε ωνομάζετο κοντά εις τας διατάξεις του παλαιού Νόμου η θυσία εκείνη όπου επροσφέρετο δια τον καθαρισμόν των αμαρτιών, και δια εξιλέωσιν και ιλαρότητα της οργής του Θεού. Αν δε η άλογος θυσία εκείνη δια τούτο ωνομάζετο Ιλασμός, ποία άλλη θυσία είναι οικειότερον να ονομάζεται ιλασμός, ει μη αυτός ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου; Τούτον γαρ μόνον ο Πατήρ απέστειλεν ιλασμόν και αντίλυτρον εις τον κόσμον˙ όχι δια τον δείνα και τον δείνα, όχι δια μερικάς μυριάδας και μιλλιώνια ψυχών, αλλά δια όλην ομού την φύσιν της ανθρωπότητος˙ όθεν και ο Παύλος τούτο βεβαιών, έλεγε περί του Χριστού «Όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι» (Ρωμ. γ΄25). Σύ δε, ώ αναγνώστα, ακούων εδώ αποστολήν του Υιού, μη νοήσης ασεβώς ελάττωσιν της Θεϊκής τιμής αυτού˙ άπαγε! Οι Αρειανοί γαρ τούτο εβλασφήμουν, και όσοι άλλοι δεν εφρόνουν ομοούσιον τον Υιόν με τον Πατέρα, αλλά ετεροούσιον˙ συ δε ορθόδοξα φρονών, την αποστολήν του Υιού νόει ότι είναι η ευδοκία και το προηγούμενον θέλημα του Πατρός, καθώς εδίδαξεν ημάς ο πολύς εν Θεολογία Γρηγόριος λέγων˙ «Την ευδοκίαν του Πατρός αποστολήν είναι νόμισον» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν).

Σημείωσαι δε ότι το ανωτέρω ρητόν ο Αββακούμ εις τρίτον πρόσωπον προφέρει ούτως˙ «Και έθετο αγάπησιν κραταιάν ισχύος αυτού» (Αββ. γ΄4) ˙ προσαρμόζεται δε τούτο εις τον Υιόν κατά τον Θεοφύλακτον και Θεοδώτητον˙ ο γαρ Υιός αποθανών υπέρ ημών, και καταργήσας δια του θανάτου τον θάνατον, απέδειξε την δυνατήν και μεγάλην αγάπην όπου είχεν εις ημάς, καθώς αυτός είπε «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού» ( Ιω. ιε΄13). Ο δε της Αλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος εις τον Πατέρα προσαρμόζει το ρητόν, ως και ο Ιερός Κοσμάς˙ έξωθεν θέλει δε να νοήται εδώ η Δια πρόθεσις, δια να είναι το νόημα τοιούτον˙ δια της ισχύος αυτού (ήτοι δια του Υιού, ός εστί δύναμις Θεού, κατά τον Παύλον ) ο Πατήρ έδειξε την δυνατήν αγάπην όπου είχεν εις ημάς˙ το δε, Ισχύος, νοείται ή κατά περίφρασιν, αντί του, Έθετο κραταιάν και ισχυράν αγάπησιν αυτού, ή κατ’ άλλους νοείται ούτω˙ Έθετο κραταιάν αγάπησιν, ήτις δεν ήτον σημείον ασθενείας, αλλά ισχύος και δυνάμεως˙ ίνα ή το όλον˙ «Έθετο κραταιάν αγάπησιν σημείον ούσαν ισχύος αυτού»˙ επειδή δεν έπαθεν ο Χριστός υπέρ της αγάπης του κόσμου, ως ασθενής και αδύνατος, αλλά ως ισχυρός και με εξουσίαν μεγάλην˙ «Εξουσίαν γαρ, έλεγεν ο ίδιος, εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν μου» (Ιω. ι΄18).39

39. Ο δε Ζωναράς εν τω αυτώ Γ΄ήχω της Οκτωήχου Ισχύν εννοεί τον άνθρωπον, κατά άλλην επιβολήν˙ καθότι ο άνθρωπος πάντων των άλλων κτισμάτων των τε αύλων και των υλικών δείκνυσι μάλιστα την δημιουργικήν του Κτίστου σοφίαν μείζονος γνώρισμα του Θεού τούτον ονομάζει, και κόσμον μέγαν εν μικρώ˙ καθότι εκ της αοράτου φύσεως της ψυχής, και εκ της ορατής του σώματος κέκρασαί τε και μέμικται ˙ κέκραται μεν το νοερόν της ψυχής τω υλικώ σώματι δια το εν τη ζωή του ανθρώπου αυτών αδιαίρετον˙ μεμίχθαι δε πάλιν λέγεται, ότι θανάτω χωρίζεται ταύτα απ’ αλλήλων ˙ χωριστά γαρ είσι τα μιγνύμενα, ως σίτος και κριθή. «Έθετο ούν, φησίν, αγάπησιν κραταιάν της ισχύος αυτού, του ανθρωπίνου δηλονότι γένους, δι’ ου η ισχύς αυτού έγνωσται, και το της σοφίας αυτού δείκνυται ακατάληπτον μάλλον, ή εν τοις άλλοις ποιήμασιν».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Επί το πάθος το πάσι, τοις εξ Αδάμ πηγάσαν απάθειαν, Χριστέ μολών τοις φίλοις σου, είπας˙ Μεθ’ υμών, του Πάσχα μετασχείν, τούτου επεθύμησα˙ τον μονογενή επεί με ιλασμόν, ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Εκείνο το ρητόν του κατά Λουκά αγίου Ευαγγελίου μελουργεί εδώ ο Ιεράρχης Κοσμάς, όπερ έλεγε γλυκερώτατα προς τους ηγαπημένους του Μαθητάς ο παγκόσμιος Διδάσκαλος. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λουκ. κβ΄15). Όθεν αποτείνων τον λόγον προς τον Δεσπότην Χριστόν, ούτω λέγει˙ Σύ φιλοψυχότατε Χριστέ, πηγαίνων θεληματικώς και αφ’ εαυτού σου εις το σωτήριον πάθος, το οποίον επήγασεν απάθειαν εις όλους τους εκ του Αδάμ καταγομένους ανθρώπους (είπε δε ο Μελωδός «Μολών» ίνα με αυτό δείξη ότι εκουσίως αυτός εαυτόν ο Κύριος παρέδιδεν εις το να πάθη, και ουχί βεβιασμένος από άλλους) πηγαίνων, λέγω, θεληματικώς εις το πάθος συ ο γλυκύς Ιησούς, είπας εις τους φίλους και ηγαπημένους σου Αποστόλους˙ τούτο το Πάσχα, το μυστικόν δηλαδή και πνευματικόν και τελευταίον, επεθύμησα να φάγω μαζί με εσάς˙ έπειτα και την αιτίαν επρόσθεσε, δια την οποίαν το επεθύμησεν, δια τούτο επεθύμησα, ώ Μαθηταί μου, να φάγω το Πάσχα τούτο μαζί σας, διότι τώρα πηγαίνω θεληματικώς εις τον θάνατον, και πλέον δεν θέλω είμαι μαζί σας˙ επειδή ο Πατήρ εξαπέστειλεν εμέ τον Μονογενή του Υιόν δια να αποθάνω εις εξιλασμόν και λύτρωσιν όλου του Κόσμου.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μεταλαμβάνων κρατήρος, τοις μαθηταίς εβόας, αθάνατε˙ γεννήματος αμπέλου δε, πίομαι λοιπόν, ούκ έτι μεθ’ υμών βιοτεύων˙ τον Μονογενή επεί με ιλασμόν ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτου του Τροπαρίου υπόθεσιν ποιείται ο θεσπέσιος Ασματογράφος την Ευαγγελικήν εκείνην ρήσιν, την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τους Ιερούς Αποστόλους του˙ «Ου μη πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω καινόν μεθ’ υμών εν τη Βασιλεία του Πατρός μου» (Ματ. κστ΄29). Όθεν επιστρέφων τον λόγον προς τον Σωτήρα, και βλέπων τον αυτόν όντα και οινοχόον και πιοτόν, ώ αθάνατε, είπε, κατά την Θεότητα Δέσποτα, συ μεταλαμβάνων το εν τω Δείπνω ποτήριον, έλεγες προς τους Μαθητάς σου˙ εγώ άλλην μίαν φοράν δεν θέλω πίω εν τη παρούση ζωή από τούτο το γέννημα της αμπέλου: ήτοι από τον οίνον, επειδή πλέον δεν έχω να ζήσω ομού με εσάς˙ αποθνήσκω γαρ και θυσιάζομαι δια εσάς, και δια την κοινήν σωτηρίαν των ανθρώπων˙ επειδή ο Άναρχός μου Πατήρ δια τούτο απέστειλεν εμέ τον Μονογενή του Υιόν δια να αποθάνω εις εξιλασμόν και λύτρωσιν όλου του Κόσμου.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Πόμα καινόν υπέρ λόγον, εγώ φημί εν τη βασιλεία μου, Χριστέ40 τοις φίλοις πίομαι˙ ώστε γαρ θεοίς, υμίν συνέσομαι είπας˙ τον μονογενή και γαρ με ιλασμόν, ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

40. Παρά τοις τετυπωμένοις Τριωδίοις γράφεται Χριστός, παρά τω Θεοδώρω και τω ανωνύμω δε γράφεται Χριστέ.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το ίδιον ρητόν του Εαυγγελιστού Ματθαίου όπου ανέφερεν εις το ανωτέρω Τροπάριον ο Ιερός Κοσμάς, αναφέρει και εις το παρόν, ήγουν το «Ού μη πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω καινόν μεθ’ υμών εν τη Βασιλεία του Πατρός μου» (Ματ. κστ΄29). Αποτείνων λοιπόν τον λόγον προς τον Δεσπότην Χριστόν, τον όντα οινοχόον εν ταυτώ του κεράσματος τούτου και κέρασμα, λέγει˙ ώ Θεάνθρωπε Χριστέ, συ είπας εις τους φίλους και ηγαπημένους σου Αποστόλους, ότι εγώ σας λέγω, ότι μεν τη παρούση ζωή πλέον δεν θέλω πίνει από το γέννημα τούτο της αμπέλου, αλλά θέλω πίνει αυτό καινούριον εν τη Βασιλεία του Πατρός μου, τουτέστιν εν τη μελλούση ζωή, όταν έχουν να λάμψουν οι δίκαιοι ως Ήλιοι εν τη δόξη του Πατρός αυτών» (Ματ. ιγ΄43) ˙ τότε γαρ έχω να είμαι πάντοτε με εσάς, ως Θεός με Θεούς, ως θεός κατά φύσιν, με Θεούς κατά χάριν˙ τούτο εδήλωσε και ο Δαβίδ ειπών˙ «Ο Θεός έστη εν συναγωγή Θεών, εν μέσω δε Θεούς διακρινεί» (Ψαλ. πα΄1)˙ τουτέστι θέλει διαιρέσει και αφορίσει τας αξίας εκάστω, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα˙ «Φως η εκείθεν λαμπρότης τοις ενταύθα κεκαθαρμένοις, ηνίκα εκλάμψουσιν οι δίκαιοι ως ο Ήλιος, ών ίσταται ο Θεός εν μέσω, Θεών όντων και Βασιλέων, διαστέλων και διαιρών τας αξίας της εκείθεν μακαριότητος» (Λόγ. εις το Βάπτισμα).

Τι δε δηλοί το καινόν πόμα το εν τη Βασιλεία του Πατρός πινόμενον; Άκουσον˙ ο μεν θείος Χρυσόστομος και άλλοι Πατέρες, Βασιλείαν εννόησαν την Ανάστασιν˙ καινόν δε πόμα, την τροφήν εκείνην και την πόσιν όπου έφαγε και έπιεν ο Κύριος μετά την Ανάστασιν˙ καινόν γαρ αληθώς ήτον το φαγητόν εκείνο και πιοτόν δια τον τρόπον όπου μετελήφθη˙ καθότι ο Δεσπότης Χριστός δεν είχε χρείαν φυσικήν τού να φάγη και να πίη μετά την Ανάστασιν, άφθαρτον σώμα έχων, αλλά τούτο εποίησεν οικονομικώς, δια να πιστώση τους Μαθητάς του ότι σώμα έχει αληθινόν, όμως άφθαρτον˙ δια τούτο και ο Πέτρος έλεγε προς τους περί Κορνήλιον˙ «Οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. ι΄ 41).

Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος Βασιλείαν ενόησε την εν τω Ουρανώ μ έ λ λ ο υ σ α ν κ α τ ά σ τ α σ ι ν˙ καινόν δε πόμα την τελειοτέραν διδασκαλίαν˙ ούτω γαρ φησί˙ «Μεταληψόμεθα του Πάσχα μικρόν ύστερον τελειώτερόν τε και καθαρώτερον˙ ηνίκα αν αυτό πίνη καινόν μεθ’ ημών ο Λόγος εν τη Βασιλεία του Πατρός, αποκαλύπτων και διδάσκων ά νυν μετρίως παρέδειξε˙ καινόν γαρ εστί αεί το νύν γνωριζόμενον. Τις δε η πόσις και η άπόλαυσις; Ημών μεν το μαθείν˙ εκείνου δε το διδάξαι και κοινώσασθαι τοις εαυτού Μαθηταίς τον λόγον˙ τροφή γαρ εστίν η δίδαξις και του λέγοντος» (Λόγ. εις το Πάσχα), άπερ ούτως ερμηνεύει ο σχολιαστής Νικήτας˙ «Τούτο εστι το Πάσχα το μεθ’ ημών υπό του Κυρίου μεταλαμβανόμενον, το να μεταδώση δηλαδή τότε εις τους αξίους, τα απορρητότερα Μυστήρια, τόσον της Θεότητός του, όσον και της ενανθρωπήσεώς του. Καινόν δε ονομάζει το πόμα εκείνο, ως νέον και τότε ημίν γνωριζόμενον˙ μεθ’ ημών δε πίνει αυτό ο Χριστός, διότι όχι μόνον ο διδασκόμενος, αλλά και ο διδάσκων τρέφεται με εκείνας τας διδασκαλίας όπου διδάσκει τους άλλους˙ πόμα δε και όχι φαγητόν είπεν ο Κύριος, διότι η μεν Πρακτική φαγητόν ονομάζεται δια το σκληρότερον και δυσκολοχώνευτον˙ η δε Θεωρητική πόσις μάλλον είναι και λέγεται. Επειδή λοιπόν η Πρακτική τέλος εδώ λαμβάνει, δια τούτο η Θεωρητική μόνη εκεί έχει να ενεργήται, όπου μέλλουν να αποκαλυφθούν τρανώτερον εις τους Αγίους εκείνα τα Μυστήρια όπου εδώ μετρίως και ολίγον υπό του Κυρίου απεκαλύφθησαν».

Ωδή ε΄. Ο Ειρμός.

Τω συνδέσμω της αγάπης, συνδεόμενοι οι απόστολοι, τω δεσπόζοντι των όλων, εαυτούς Χριστώ αναθέμενοι, ωραίους πόδας εξατενίζοντο, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Η μεν αρχή του Ειρμού τούτου ερανίσθη ο Μελωδός από την προς Κολασσαείς επιστολήν, εις την οποίαν γράφει ο μακάριος Παύλος˙ «Επί πάσι δε τούτοις ενδύσασθε την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολ. γ΄ 14), το δε «Ωραίους πόδας εξαπενίζοντο, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην» ερανίσθη από τον Ησαΐαν λέγοντα˙ «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων (Αποστόλων δηλ.) ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενοι αγαθά» (Ησ. νβ΄7) .41 Ο δε Απόστολος Παύλος ούτως εκτίθεται το ρητόν τούτο του Ησαΐου˙ «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. ι΄15). Η μεν ούν αγάπη αρχή και πρόξενος της ειρήνης εστί˙ χωρίς γαρ της αγάπης αδύνατον είναι να αποκτήση τινάς ειρήνην εις τον εαυτόν του, ή να ευαγγελίση αυτήν εις τους άλλους˙ η δε ειρήνη έργον και αποτέλεσμα της αγάπης εστί.

Και η μέν αγάπη κεφάλαιον εστί του Νόμου και των Προφητών και κορυφή των εντολών˙ η δε ειρήνη αυτός εστίν ο Θεός ο των εντολών δότης˙ όθεν ο Απόστολος είπε˙ «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότειχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β΄14), και Ησαΐας , «Κύριε, έλεγεν, ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κστ΄12). Δια των λόγων δε τούτων, ως να παρακαλή τον Θεόν και Πατέρα όλη η ανθρωπίνη φύσις και να λέγη˙ Κύριε ο Θεός ημών, συ έδωκας εις ημάς όλα τα προς σωτηρίαν ημών συντείνοντα, Νόμον φυσικόν, Νόμον γραπτόν, Προφήτας και τα λοιπά πάντα αγαθά ˙ εν μόνον λείπει να μας δώσης τώρα, την ειρήνην σου: ήτοι να καταπέμψης εις ημάς τον Μονογενή σου Υιόν˙ επειδή χωρίς αυτόν όλα εκείνα όπου μας έδωκας τώρα δεν εδυνήθησαν να μας χαρίσουν σωτηρίαν, κατά τον Θεοδώρητον˙ ή και άλλως˙ «Πάντα δέδωκας ημίν,εί τούτο δώσεις το πάντα δυνάμενον», κατά τον Ευθύμιον τον Ζυγαδηνόν˙ και «Εί χαρίσαιο, φησί, την ειρήνην ημίν, παντός εσόμεθα πλήρεις αγαθού», κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον.

Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο θείος Μελωδός, και ότι αδύνατον είναι να αξιωθή ο άνθρωπος να ευαγγελίσηται εις τους άλλους ειρήνην, εάν δεν ενωθή πρότερον με την αγάπην, δια τούτο ούτω λέγει περί των Ιερών Αποστόλων˙ οι θείοι Μαθηταί του Κυρίου και Απόστολοι, συνδεδεμένοι όντες πρότερον με τον σύνδεσμον της προς Θεόν και προς αλλήλους αγάπης, αρνήθησαν μεν όλα τα του κόσμου πράγματα, και τα ίδιά των θελήματα˙ αφιέρωσαν δε όλον τον εαυτόν των εις τον Δεσπότην των όλων Χριστόν˙ ούτω γαρ έλεγεν εκ προσώπου όλων των Αποστόλων ο μακάριος Πέτρος προς τον γλυκύτατον Διδάσκαλον˙

41. Αυτολεξεί ο στίχος, είναι: «Ως ώρα επί των ορέων, ως πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά» (Ησ. νβ΄7).

«Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Ματ. ιθ΄27). Και λοιπόν ύστερα από αυτά απενίζοντο: ήτοι απεκαθαίροντο 42 κατά τους ωραίους πόδας των εν τω Νιπτήρι του Δείπνου. Πώς δε ωραιώθησαν οι πόδες αυτών; Και με τι τρόπον εκαλλωπίσθησαν; Με τον κόπον και την οδοιπορίαν όπου εποίουν περιεχόμενοι πανταχού και ευαγγελιζόμενοι εις όλους ειρήνην: «ήτοι τον Χριστόν, την όντως ειρήνην και υπερέχουσαν πάντα νούν», κατά τον Απόστολον (Φιλ. δ΄ 7). Τούτο το ρητόν ο Θεοδώρητος ερμηνεύων λέγει˙ «Ταύτα τυπικώς μεν εδέξατο το πέρας ηνίκα τοις την Ιερουσαλήμ κατοικούσιν απηγγέλθη των αιχμαλώτων η άφεσις˙ αληθώς δε και κυρίως αρμόττει τοις Ιεροίς η προφητεία Αποστόλοις ˙ τούτων γαρ ωραίοι οι πόδες, ούς αι Δεσποτικαί χείρες απένιψάν τε και έρρωσαν, ώστε πάσαν την οικουμένην διαδραμείν, και της θείας ειρήνης διαπορθμεύσαι τα ευαγγέλια, και μηνύσαι των επηγγελμένων αγαθών την απόλαυσιν».

Το Τροπάριον τούτο ημπορεί να σαφηνισθή καλύτερα με το ακόλουθον παράδειγμα κατά τον Θεόδωρον. Καθώς, θετέον, ένας όπου επιχειρήση να πλύνη ποκάρια μαλλίου η λιναρίου, εί μεν άδετα πλύνη αυτά, δυσκόλως και ού καλώς πλύνονται, με το να διασκορπίζωνται εις το νερόν˙ εάν δε αυτά δέση πρώτον με κανένα σχοινίον, ευκόλως και καλώς δύναται να τα πλύνη, τοιουτοτρόπως και οι θείοι Απόστολοι, συνδεθέντες πρότερον με το σχοινίον της αγάπης, ούτως επλύθησαν κατά τους πόδας εν τω Νιπτήρι, και ελευκάνθησαν ως μαλλίον προβάτου. Διατί; Δια να ευαγγελίζωνται εις όλους την αυτοειρήνην, τον Χριστόν˙ η γαρ μετοχή Ευαγγελιζόμενοι δύναται να νοηθή και αιτιολογικώς. Ταύτα και ο Θεολόγος Γρηγόριος αναφέρων λέγει˙ «Υπολυέσθω τα υποδήματα και εί τις μαθητής επί το Ευαγγέλιον πέμπεται φιλοσόφως και απερίττως˙ όν δεί προς τω αχάλκω και αρράβδω και μονοχίτωνι έτι και γυμνοποδείν ίνα φανώσιν οι πόδες ωραίοι των ευαγγελιζομένων ειρήνην και άλλο παν αγαθόν» (Λόγ. εις το Πάσχα).

42. Από του νίπτω οι Αιολείς εποίησαν νίσσω με δύο σς ˙ οι δε Ταραντίνοι το, νίσσω πάλιν νίζω εποίησαν˙ και όρα εις τον Βαρίνον εις το ρήμα, Νίζω.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Η το άσχετον κρατούσα, και υπερώον εν αιθέρι ύδωρ, η αβύσσους χαλινούσα, και θαλάσσας αναχαιτίζουσα Θεού σοφία, ύδωρ νιπτήρι βάλλει, πόδας αποπλύνει δε δούλων Δεσπότης.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Η φύσις του στοιχείου του νερού είναι μία˙ διαρείται δε εις τρείς τόπους ˙ άλλο γαρ νερόν είναι επάνω από το στερέωμα του Ουρανού, ήγουν τούτο όπου φαίνεται, το οποίον και υπερώον ονομάζεται˙ άλλο δε νερόν στέκεται επάνω εις την γην, καθώς είναι η θάλασσα, οι ποταμοί, αι λίμναι, αι βρύσεις, τα οποία ταύτα νερά ονομάζονται με ένα κοινόν όνομα θάλασσαι˙ «Και τα συστήματα γαρ, φησί, των υδάτων εκάλεσεν (ο Θεός) θαλάσσας» (Γέν. α΄10)˙ και άλλο νερόν είναι υποκάτω εις την γην, το οποίον εβάλθη εκεί ως θεμέλιον και στήριγμα, καθώς λέγει ο Δαβίδ˙ «Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων» (Ψαλ. ρλε΄6), και πάλιν˙ «Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν (την γην δηλ.)» (Ψαλ. κγ΄2), το δε υπό την γην αυτό ύδωρ ονομάζεται άβυσσος.43

Επειδή λοιπόν εις τρείς τόπους μοιράζονται τα νερά, δια τούτο ο Ιερός Μελωδός βλέπων τον Ποιητήν αυτών Θεόν να βάλη ολίγον νερόν εις την μικράν λεκάνην του Νιπτήρος, και να νίψη τους πόδας των Μαθητών και δούλων του, εθαύμασε την άπειρον ταύτην του Θεού συγκατάβασιν˙ όθεν εφώναξεν εκπληττόμενος˙ ώ τεραστίου θεάματος! η του Θεού ενυπόστατος εκείνη Σοφία, η οποία συνέχει μεν και συγκρατεί το υπερώον νερόν, το ευρισκόμενον επάνω εις την ουράνιον στέγην, το οποίο είναι άσχετον:

43. Κυρίως δε άβυσσος ονομάζεται το ύδωρ τα υποκάτω όν της άμμου της καλουμένης υπό των νεωτέρων Παρθενικής, η οποία ούσα ως σπογγάρι, αναρροφά και αναπίνει το περισσότερον μέρος του νερού˙ ώστε ασύγκριτος είναι κατά την ποσότητα η θάλασσα η υπό της Παρθενικής άμμου αναπινομένη, από την θάλασσαν την επάνω ούσαν της άμμου ταύτης. Παρθενική δε αύτη λέγεται ίσως, διότι δεν εθεάθη ποτέ υπό των ανθρώπων, ούτε γυμνήν αυτήν ο Ήλιος διεπέρασεν.

ήτοι ακράτητον κατά την ιδικήν του φύσιν˙ καθότι φυσικώ τω τρόπω δεν δύναται να σταθή νερόν επάνω εις την κυρτήν και σφαιροειδή περιφέρειαν του Ουρανού, αλλά ολισθαίνει και φέρεται εις τον κατήφορον˙ ώ τεραστίου θεάματος! η ενυπόστατος εκείνη Σοφία, η οποία με τα χαλινάρια της ιδικής της δυνάμεως χαλινώνει τας αβύσσους: ήγουν τα υπό γην ύδατα, ίνα μη ανοίξασαι τα στόματά των καταπίωσι την γην και τα εν αυτή πάντα˙ ώ τεραστίου θαύματος! η Σοφία εκείνη όπου εμποδίζει τα ευρισκόμενα νερά επάνω της γης: ήτοι τας καλουμένας θαλάσσας, και δεν αφίνει αυτάς να υπερβούν την παραθαλασσίαν άμμον και να καταποντίσουν την γην˙ μ’ όλον ότι πολλαί θάλασσαι είναι υψηλότεραι της γης, καθώς είναι η κατά την Αλεξάνδρειαν˙ ούτω γαρ εν τω Ιώβ λέγει ο Θεός˙ «Εθέμην δε αυτή (τη θαλάσση) όρια, περιθείς και κλείθρα και πύλας˙ είπα δε αυτή˙ μέχρι τούτου (της άμμου δηλ.) στήση και ούχ υπερβήση, άλλ’ εν σεαυτή συντριβήσεταί σου τα κύματα» (Ιώβ. λη΄10-11) ˙ και ο Δαβίδ λέγει˙ «Όριον έθου (την άμμον δηλ.), ό ού παρελεύσονται (τα νερά δηλ.), ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην» (Ψαλ. ργ΄9), και εν τω Ιερεμία δε γέγραπται ως εκ προσώπου του Θεού˙ «Μη εμέ ού φοβηθήσεσθε˙ λέγει Κύριος , τον τάξαντα άμμον όριον τη θαλάσση, πρόσταγμα αιώνιον, και ούχ υπερβήσεται αυτό, και ταραχθήσεται και ού δυνηθήσεται, και ηχήσουσι τα κύματα αυτής και ούχ υπερβήσεται αυτό» (Ιερ. ε΄22) ˙ αύτη η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, η υποτάσσουσα τα υπερώα και τα εν τη αβύσσω και τα επί της γης ύδατα άνθρωπος γενομένη, βάλλει νερόν μέσα εις τον Νιπτήρα και πλύνει τους πόδας των δούλων του, Δεσπότην ων των απάντων. Και τα δύο ταύτα είναι εκπληκτικά και παράδοξα˙ διότι πώς δεν είναι εκπληκτικόν το να καταδεχθή να βάλη νερόν εις τον Νιπτήρα ο Δημιουργός εκείνος και συνοχεύς όλης της φύσεως των υδάτων; Ή πώς δεν είναι παράδοξον και του ανωτέρω εκπληκτικώτερον το να καταδεχθή να πλύνη τους πόδας των δούλων, και αυτού του προδότου ο κοινός των απάντων Δεσπότης και Κύριος;

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μαθηταίς υποδεικνύει, ταπεινώσεως ο Δεσπότης τύπον, ο νεφέλαις δε τον πόλον περιβάλλων, ζώννυται λέντιον, και κάμπτει γόνυ δούλων εκπλύναι πόδας˙ ού εν τη χειρί πνοή πάντων των όντων.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Πρέπει να ηξεύρωμεν ότι εν μεν τη πρώτη και Τετάρτη Ωδή του παρόντος Κανόνος αναφέρει ο Μελωδός τα περί του μυστικού Δείπνου˙ εν δε τη Πέμπτη και έκτη και εβδόμη και ογδόη, αναφέρει περί του θείου Νιπτήρος και τα περί της προδοσίας του Ιούδα. Λέγει λοιπόν εν τη πέμπτη ταύτη Ωδή ότι ο Δεσπότης των απάντων δείχνει εις τους Μαθητάς του ταπεινώσεως τύπον και υπόδειγμα δια του θείου Νιπτήρος˙ ούτω γαρ ο ίδιος είπεν, αφ’ ού ένιψε τους πόδας εκείνων˙ «Υπόδειγμα έδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ΄15). Βλέπε δε, ώ αναγνώστα, λέγει σοι ο Ιερός Θεοφύλακτος, βλέπε την υπερβολήν της ταπεινώσεως του Δεσπότου των απάντων, επειδή δεν ένιψε τους πόδας των Μαθητών προ του Δείπνου, αλλά αφ’ εκείνοι εκάθισαν εις το Δείπνον, τότε αυτός μόνος εσηκώθη, και, εκείνων καθημένων και αναπαυμένων, αυτός, ώ της αρρήτου ταπεινώσεως! Εκβάλλει τα φορέματά του˙ «Εγείρεται γαρ, φησίν, εκ του Δείπνου, και τίθησι τα ιμάτια αυτού» (Ιω. ιγ΄), με τούτο εδίδασκεν ημάς ότι πρέπει να είμεθα ανεμπόδιστοι, και ελαφροί εις το να υπηρετώμεν˙ και αυτός όπου ενδύει τον Ουρανόν με τα νέφαλα «Τω περιβάλλοντι γαρ, φησίν ο Ιεροψάλτης Δαβίδ, τον Ουρανόν εν νεφέλαις» (Ψαλ. ρμστ΄8) ζώνεται με λέντιον (σφογγομάνδυλον)44˙

44. Ο δε Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος λέγει ότι ο περιβάλλων τον Ουρανόν εν νεφέλαις γυμνός ίστατο˙ ού γαρ ολόκληρον χιτώνα, αλλά μόνον λέντιον εζώσθη˙ το δε λέντιον το ήμισυ του χιτώνός εστι, τα από της οσφύος μέχρι ποδών περιστέλλων. Ίσως δε τούτο είπεν ο σοφός ούτος ανήρ, παρακινηθείς από εκείνο όπου γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «Εγείρεται εκ του Δείπνου και τίθησι: (ήτοι εκδύεται) τα ιμάτια αυτού»˙ εμοί δε δυσπαράδεκτον τούτό εστι, το γυμνωθήναι επί του Νιπτήρος τον Κύριον. Ιμάτια όν ίσως λέγει το, τε εξωφόρεμα και το ζωστικόν, ουχί δε τον εσώτατον χιτώνα, όν περ φορών τον Νιπτήρα εποίησεν˙ όθεν και ο Ζυγαδηνός Ευθύμιος ούτως Ερμηνεύει το «Τίθησι τα ιμάτια αυτού»˙ «Ού πάντα τα ιμάτια τίθησιν, αλλά το έξωθεν περιβόλαιον,ή και το μεσ’ εκείνο, προς το ευσταλής είναι»˙ Λέγει δε και τούτο, ότι το λέντιον και τον νιπτήρα και την υδρίαν από του οικοδεσπότου πάντως έλαβεν εις την τότε χρήσιν (Ερμηνείαν εις το κατά Ιωάννην τόμ. Δ΄).

εκείνος, του οποίου εις την χείρα ευρίσκεται η πνοή πάντων των όντων, έκλινε γόνυ και έσκυψεν ως δούλος δια να πλύνη τους πόδας των δούλων. Όρα, πως όλα τα κάμνει μόνος, και το να βάλη νερόν εις τον Νιπτήρα, και το να ζωσθή το λέντιον, και το να νίψη τους πόδας, και το να τους σφογγίση, χωρίς να προστάξη άλλον να κάμη τι από αυτά˙ πάντα δε ταύτα παραδείγματα ήτον εις ημάς και νουθεσίαι, ότι πρέπει να υπηρετούμε και ημείς με κάθε προθυμίαν, και ότι μόνοι πρέπει να διακονώμεν, και όχι να έχωμεν δούλους και υπουργούς, ως ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος, και ο Ευθύμιος.

Λέγει δε και ο Χρυσορρήμων, από τον οποίον φαίνεται να ερανίσθη τα ανωτέρω ο Μελωδός˙ «Εν εκείνη τη ώρα ήν ιδείν πράγμα φοβερόν, ότι ανέστη και απέθετο το ιμάτιον ο περιβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, και διεζώσατο λέντιον˙ ήν ιδείν τότε την Παύλου φωνήν αληθεύουσαν, ότι ο εν μορφή Θεού υπάρχων μορφήν δούλου έλαβε, διεζώσατο λέντιον ο περιβάλλων τον Ουρανόν εν νεφέλαις, και έβαλεν ύδωρ εις τον Νιπτήρα ο ποταμοίς και πηγαίς και θαλάσσαις την των υδάτων φύσιν εκχέας. Εννόησον μαθητήν καθήμενον, και τον Δεσπότην επικαμπτόμενον και προς γόνυ βλέποντα, ώ κάμπτει γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Η ταπείνωσις του Σωτήρος πάσαν έσβεσεν υπερηφανίαν˙ εκείνη η επιείκεια πάσαν έσβεσεν αλαζονίαν» (Λόγω εις την προδοσίαν του Σωτήρος τόμω ε΄).

Ωδή στ΄. Ο Ειρμός.

Άβυσσος εσχάτη αμαρτημάτων, εκύκλωσέ με, και τον κλύδωνα μηκέτι φέρων, ως ο Ιωνάς τω Δεσπότη βοώ σοι˙ εκ φθοράς με ανάγαγε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αυτά τα ίδια λόγια του Προφήτου Ιωνά του Ποιητού της έκτης Ωδής ηθικώς εκλαμβάνει ενταύθα ο Ιερός Μελωδός «Άβυσσος έκύκλωσέ με εσχάτη» (Ιων. β΄ 6), και «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου» (αυτόθι β΄7). Επειδή δε άβυσσος είναι σύστημα υδάτων πολλών υπογείων τε και βυθίων,δια τούτο και αυτός άβυσσον ονομάζει τας ιδικάς του αμαρτίας δια το πολύ πλήθος αυτών˙ ή και υποκάτω εις το ιδικόν του πρόσωπον παρακαλεί ο Μελωδός δια όλην την ανθρωπίνην φύσιν τον Κύριον όστις ετοιμάζεται να υπομείνη πάθος και θάνατον δια την αθανασίαν της αυτής φύσεως. Και κατά άλλον δε τρόπον˙ με την άβυσσον παρομοιάζει τας αμαρτίας ο Μελωδός, διότι ηξεύρει ότι κοντά εις την αγίαν Γραφήν νερόν και βυθός αι αμαρτίαι ονομάζονται˙ ο γαρ Δαβίδ ούτω γράφει˙ «Σώσόν με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ούκ έστιν υπόστασις˙ ήλθον εις τα βάθη της Θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με» (Ψαλ. ξη΄2-3) και πάλιν˙ (Ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων» (Ψαλ. ξη΄15).45

Δια τούτο λοιπόν και ο Ιεράρχης Κοσμάς άβυσσον εσχάτην τας αμαρτίας ονομάζει, από την οποίαν, λέγει, εκυκλώθη, και πλέον δεν ημπορεί να υποφέρη την φορτούναν της αμαρτίας˙ όθεν δανειζόμενος την ιδίαν παρακάλεσιν του Ιωνά, φωνάζει και αυτός προς τον Θεόν λέγων˙ « Αναβίβασόν με, Κύριε, εκ φθοράς» (της ψυχικής δηλαδή και της σωματικής φθοράς)˙ καθώς γαρ η άβυσσος ενοήθη τροπολογικώς επί της αμαρτίας˙ ούτω και η φθορά ακόλουθον είναι να νοηθή και αυτή τροπολογικώς επί της ψυχής˙ διότι και αν αθάνατος και άφθαρτος είναι η ψυχή κατά φύσιν, το να στερηθή όμως τον Θεόν, όστις είναι η ζωή και αφθαρσία των ψυχών και των πνευμάτων και το να κολάζεται αιωνίως εν τη γεέννη, τούτο κατά άλλον τρόπον φθορά της ψυχής εστί και θάνατος˙ όθεν είπεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος˙ «Θάνατος εις τον Αδάμ γέγονεν, ούχ ο της ψυχής από του σώματος χωρισμός, άλλ’ η της αθανάτου ψυχής από του Αγίου Πνεύματος αποφοίτησις». Έφη δε και ο Νύσσης Γρηγόριος ˙

45. Όθεν και ο Ζωναράς εν τω Γ΄ήχω της Οκτωήχου λέγει˙ «Τη αβύσσω των ημετέρων αμαρτιών την άβυσσον αντιτίθησι του ελέους και των οικτιρμών του Θεού˙ άβυσσος γαρ εστί το άμετρον πλήθος των υδάτων και βάθος. Άμετρα γουν, φησί, τα ημέτερα πταίσματα˙ οι οικτιρμοί σου δε άμετροι, όπερ και τω Δαβίδ είρηται˙ «Άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρρακτών σου, τουτέστι, το άμετρον πλήθος των ανθρωπίνων αμαρτιών, επικαλείται το άμετρον των σων οικτιρμών δια της φωνής των καταρράκτων σου: ήγουν των αγίων σου μαθητών, των ηχησάντων μέγα και κηρυξάντων δια του Ευαγγελίου μετάνοιαν».

«Αμαρτία εστίν η του Θεού αλλοτρίωσις, ός εστιν η αληθινή τε και μόνη ζωή» (Λόγος β΄κατ’ Ευνομίου), και ο Θεολόγος Γρηγόριος ˙ «Μία ζωή προς την ζωήν βλέπειν, ής θάνατος η αμαρτία ψυχής όλεθρος» (Λόγω Παραμυθητικώ εις τους εαυτού γονείς). Και πάλιν ο Νύσσης˙ «Ού γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωήν, των αμαρτωλών η ζωή ούκ αληθώς εστιν ό λέγεται, άλλ’ ονομάζεται μόνον˙ το γαρ γης αληθινής ζωής διεζευγμένον ζωή ούκ έστι» (Κεφ. ιε΄εις την επιγραφήν των Ψαλμών). Έφη δε και ο Χρυσορρήμων ˙ «Θάνατος ψυχής ασέβεια και βίος παράνομος. Ουκούν και ζωή ψυχής η του Θεού λατρεία και βίος ο ταύτη πρέπων» (Ομιλία περί Προσευχής).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Κύριον φωνείτε ώ μαθηταί, και διδάσκαλόν με˙ και γαρ πέφυκα˙ Σωτήρ εβόας˙ διο μιμείσθε τον τύπον, όν τρόπον εν μοι εθεάσασθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αυτά τα ίδια λόγια του Κυρίου άπερ είπεν εις τους Μαθητάς του μετά τον ιερόν Νιπτήρα αναφέρει εδώ ο Πρόεδρος Μαϊουμά˙ «Γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν; Υμείς φωνείτέ με ο Διδάσκαλος και ο Κύριος˙ και καλώς λέγετε˙ ειμί γαρ. Εί ούν ένιψα υμών τους πόδας ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας˙ υπόδειγμα γαρ έδωκα υμίν, ίνα, καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ΄15). Εισάγει λοιπόν ο Μελωδός τον Κύριον λέγοντα προς τους Μαθητάς του˙ εσείς, ώ φίλτατοι Μαθηταί μου, ονομάζετέ με Κύριον και Διδάσκαλον, και αληθώς τούτο λέγετε˙ διότι εγώ είμαι κατά φύσιν και Κύριος και Διδάσκαλος˙ Κύριος μεν, ως Ποιητής και Δημιουργός των απάντων˙ Διδάσκαλος δε, ότι όλα όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου, εφανέρωσα εις εσάς, και εδίδαξα ˙ όθεν επειδή ίδετε εμέ τον Κύριον και Διδάσκαλόν σας, ότι ένιψα τους πόδας σας, μιμείσθε τον τύπον τούτον όπου σας παρέδωκα, και ταπεινοφρονούντες, νίπτετε και εσείς ένας του άλλου τους πόδας˙ και μ’ όλον ότι το ιδικόν μου παράδειγμα είναι ανώτερον από το πρόσταγμα τούτο όπου σας δίδω˙ εκεί μεν γαρ εις το ιδικόν μου παράδειγμα , ο φύσει Δεσπότης νίπτει τους πόδας των φύσει δούλων του, και μάλιστα δούλων αχαρίστων και αγνωμόνων˙ όθεν είπεν ο Ευθύμιος˙ «Και τούτο δε της αφάτου ταπεινώσεως αυτού το δούνα εαυτόν παράδειγμα, τον πλάστην τοις πλάσμασι, και τρόπον τινά συγκρίνεσθαι τον ασύγκριτον»˙ ενταύθα δε εις την προσταγήν μου, οι δούλοι μέλλουν να νίπτουν τους πόδας των ομοδούλων των, το οποίον εχρεώστουν να κάμουν και χωρίς να είναι προσταγή ιδική μου. Εκ του μείζονος λοιπόν εις το έλαττον μεταχειριζόμενος το επιχείρημα ο πάνσοφος Κύριος, αναγκαστικώς και εντρεπτικώς νομοθετεί εις τους Αποστόλους του την ταπείνωσιν.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ρύπον τις μη έχων απορρυφθήναι, ου δείται πόδας˙ καθαροί ώ μαθηταί υμείς δε, ουχί πάντες˙ ροπή γαρ ατάκτως εξ υμών ενός μαίνεται.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτο το Τροπάριον από το ευαγγελικόν ρητόν ερανίσθη ο Μελωδός˙ έφη γαρ ο Ιωάννης ότι, όταν ο Πέτρος επείσθη εις το να νίψη τους πόδας αυτού ο Κύριος, τότε ο Κύριος είπε προς αυτόν˙ «Ο λελουμένος ού χρείαν έχει ή τους πόδας νίψασθαι, άλλ’ έστι καθαρός όλος˙ και υμείς καθαροί εστέ, άλλ’ ουχί πάντες˙ ήδει γαρ τον παραδιδόντα αυτόν, δια τούτο είπεν˙ ουχί πάντες καθαροί εστέ» (Ιω. ιγ’ 10). Ταύτα λοιπόν τα ίδια λόγια του Κυρίου εκτίθεται και εδώ ο Ασματογράφος, λέγων ότι όποιος είναι λελουμένος, και δια τούτο ρύπον αμαρτίας και μολυσμόν δεν έχει, αυτός δεν χρειάζεται να καθαρισθή κατά τους πόδας˙ και εσείς δε, ώ Μαθηταί μου, καθαροί είσθε, άλλ’ όχι όλοι˙ επειδή η προς την κακίαν ροπή και κλίσις ενός από σας (δηλαδή του Προδότου Ιούδα) και η διεστραμμένη αυτού προαίρεσις ατάκτως μαίνεται κατ’ εμού. Όχι λοιπόν δια εσάς έγινεν ο Νιπτήρ, επειδή και είσθε όλοι καθαροί, αλλά δια την ακαθαρσίαν της ψυχής του Προδότου, ο οποίος και μετά τον Νιπτήρα έμεινεν ο αυτός, ακάθαρτος δηλαδή και μεμελανωμένος, και ως αράπης δεν απέβαλε την μελανάδα και ασχημίαν της αμαρτίας, καθώς είπεν ο Ιερεμίας˙ «Εί αλλάξεται αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά» (Ιερ. ιγ΄23).

Ήθελε δε απορήση τινάς, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, πως είπε τους Μαθητάς του ο Κύριος καθαρούς εις καιρόν όπου δεν ελυτρώθησαν ακόμη από τας αμαρτίας, ούτε έλαβον Πνεύμα Άγιον; Ακόμη γαρ δεν εσφάγη ο Αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Εις λύσιν λοιπόν της απορίας λέγομεν ότι καθαροί ήτον κατά τούτο, καθό εδέχθηκαν τον λόγον και την διδασκαλίαν του Κυρίου, και ελευθερώθησαν από την Ιουδαϊκήν πλάνην˙ «Ήδη γαρ, φησίν ο Κύριος προς αυτούς, ήδη υμείς καθαροί εστέ δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε΄3). Μερικοί δε Πατέρες (εξ ών είναι και ο της Αλεξανδρείας Κύριλλος) λέγουν ότι ο Κύριος ένιψε τους πόδας των Μαθητών του, όχι διότι είχον μολυσμόν, αλλά δια να κάμη αυτούς ετοίμους και επιτηδείους εις τον δρόμον του Ευαγγελίου, ίνα φαίνωνται ωραίοι και εύμορφοι κατά το ρηθέν υπό του Ησαΐου˙ «Ως Ώρα επί των ορέων, ως πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά» (Ησ. νβ΄7). Όθεν, έλεγε τρόπον τινά εις αυτούς ο Κύριος ˙ υμείς, ώ Μαθηταί μου, καθαροί εστέ, αλλά εις τον εαυτόν σας˙ πρέπει δε να αποσταλθήτε δια να καθαρίσητε και τους άλλους˙ το οποίον τούτο δηλούται δια του νιψίματος των ποδών σας.

Και λοιπόν ο Νιπτήρ δεν μας δίδει να νοήσωμεν κάθαρσιν των αμαρτιών των Αποστόλων˙ καθαροί γαρ αυτοί μαρτυρούνται, αλλά είναι ένα σύμβολον ότι αυτοί στέλλονται εις το κήρυγμα ίνα μεταδώσουν και εις τους άλλους την παρά του Λόγου του Χριστού δοθείσαν εις αυτούς καθαρότητα˙ και αυτά τα λόγια του Κυρίου ακριβέστερον ερμηνευόμενα, τούτο δηλούσιν˙ ο λελουμένος δεν έχει χρείαν να καθαρισθή κατά το σώμα, πάρεξ μόνον κατά τους πόδας, οίτινες έχουν να κοπιάζουν εις το κήρυγμα, δια να φαίνωνται ωραίοι και εύμορφοι. Ο δε Αρεοπαγίτης Διονύσιος αναγωγικώτερον τους πόδας ενόησεν εις την ακροτάτην της ψυχής κάθαρσιν, και εις τας εσχάτας της ψυχής φαντασίας˙ ούτω γαρ λέγει εν τω τρίτω περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κεφαλαίω˙ «Ότι μεν ούν, ως τα λόγια φησίν, ο λελουμένος ού δείται τινός ετέρας, ει μη της των άκρων, είτουν εσχάτων εαυτού νίψεως˙ δι’ ής ακροτάτης καθάρσεως εν πανάγνω του θεοειδούς έξει, και προς τα δεύτερα προϊών αγαθοειδώς, άσχετος έσται». Και πάλιν˙ «Τους επί την παναγεστάτην (ήτοι παναγιωτάτην) ιόντας Ιερουργίαν, αποκεκαθάρθαι δει και τας εσχάτας της ψυχής φαντασίας».

Ωδή ζ΄. Ο Ειρμός.

Οι Παίδες εν Βαβυλώνι, καμίνου φλόγα ούκ έπτηξαν, άλλ’ εν μέσω πυρός εμβληθέντες, δροσιζόμενοι έψαλλον˙ ευλογητός εί Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Ο Ειρμός ούτος ιστορικώς και πολλά φανερώς μελουργηθείς υπό του Ιεράρχου Κοσμά, δεν χρειάζεται ερμηνείαν και εξήγησιν˙ και αυτώ γαρ τω τυφλώ είναι φανερός, κατά την κοινήν Παροιμίαν˙ δια τούτο αυτός εαυτόν άς ερμηνεύη εις τους τούτον αναγινώσκοντας, ή ψάλλοντας, ή ακούοντας.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Νευστάζων κάραν Ιούδας, κακά προβλέπων εκίνησεν, ευκαιρίαν ζητών παραδούναι, τον κριτήν εις κατάκρισιν˙ ός πάντων εστί Κύριος, και Θεός των πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Καθώς ο Ισραηλιτικός λαός φεύγων από την Αίγυπτον, επροστάχθη από τον Μωϋσήν να κλέψη από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και αργυρά και σκολαρίκια και βραχιόλια και περιτραχήλια των Γυναικών, τα οποία αφιέρωσαν εις τον Θεόν, και έκαμαν δια της τοιαύτης αφιερώσεως άγια τα μη άγια, ακολούθως δε δια μέσου αυτών εστόλισαν ύστερον την Σκηνήν του Θεού˙ τοιουτοτρόπως και ο Ιερός Κοσμάς ο αληθινός Ισραηλίτης, ο νέος Βεσελεήλ και αρχιτέκτων της εμμούσου και εμμελούς των ασματικών Κανόνων Σκηνής, άφ’ ού πρότερον εστόλισε τους ιερούς του Κανόνας με διαφόρους στολισμούς τιμίους και ιερούς, τους από της Παλαιάς Γραφής, λέγω,και τους από της Νέας του Ευαγγελίου, τώρα στολίζει το Τροπάριον τούτο και από την εξωτερικήν παιδείαν, ήγουν από την Οδύσσειαν του Ποιητού Ομήρου˙ την αρχήν γαρ του Τροπαρίου τούτου κλέπτει από το Σ, της ρηθείσης Οδυσσείας˙ εκεί γαρ εισάγει ο Ποιητής τον Οδυσσέα, ότι επέστρεψεν εις τον οίκόν του, ως ένας ξένος και πτωχός, και ότι ύβρισεν ένα από τους μνηστήρας της Γυναικός του Πηνελόπης Αμφίνομον ονομαζόμενον˙ ο δε Αμφίνομος εκείνος, θυμωθείς δια τας ύβρεις, ανεχώρησε νεύων την κεφαλήν του, και κακά μελετών κατά του Οδυσσέως˙ ούτω γαρ εκείνος κατ’ έπος φησίν.

Αυτάρ ό βή κατά δώμα, φίλον τετιημένος ήτορ, (ήτοι τιμωρούμενος κατά την καρδίαν).

Νευστάζων κεφαλήν˙ δη κακόν όσσετο θυμώ (ήτοι έβλεπε με την καρδίαν του και εμελέτα).

Ταύτα λοιπόν τα Ομηρικά λόγια μεταφέρων και μετακεντρίζων ο Μελωδός εις τον νέον Αμφίνομον Ιούδαν, τον τους δύο Νόμους του Θεού παραβάντα, τον γραπτόν και τον της Χάριτος, ούτω λέγει˙ νευστάζων την κάραν του ο Ιούδας (νευστάζων δε λέγεται, όταν τινάς μελετά μέσα εις την καρδίαν του να κάμη κακόν κατά τινός, και μαζί με τας νεύσεις και συγκαταθέσεις όπου κάμνει η ψυχή έσωθεν εν τη καρδία του εχθρού του, νεύει και κλίνει μαζί εξωτερικώς και την κεφαλήν του, φοβερίζων τρόπον τινά και δια των έξωθεν νεύσεων και κινήσεων της κεφαλής, ότι έχει να προξενήση χείριστα κακά εις τον εχθρόν) ο Ιούδας, λέγω, ούτω νεύων την αθλίαν του κεφαλήν και καταβιβάζων τα οφρύδια, και εδώ και εκεί μεταφέρων τους οφθαλμούς, και τα άλλα πάντα σχήματα και ιδιώματα ποιών τα των συλλογιζομένων, επρόβλεπε μεν κακά κατά του Διδασκάλου του Χριστού: ήτοι πάθη και Σταυρόν και θάνατον˙ εζήτει δε επιτήδειον καιρόν εις το να παραδώση προς κατάκρισιν τον Κριτήν του κόσμου˙ «Από τότε γαρ, φησίν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, εζήτει ευκαιρίαν, ίνα αυτόν παραδώ» (Ματ. κστ΄16).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Υμίν ο Χριστός τοις φίλοις εβόα˙ εις παραδώσει με˙ ευφροσύνης λαθόντες, αγωνία και λύπη 46 συνείχοντο. Τις ούτος; Φράσον λέγοντες, ο Θεός ο των πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ο Ιερός Μελωδός έβαλε σκοπόν να μελουργήση όλα τα λαληθέντα και πραχθέντα εν τω μυστικώ Δείπνω εις τον παρόντα Κανόνα˙ δια τούτο μελοποιεί και τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου˙ «Και εσθιόντων αυτών, είπεν˙ αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με˙ και λυπούμενοι σφόδρα, ήρξαντο λέγειν αυτώ έκαστος αυτών˙ μη εγώ ειμί, Κύριε;» (Ματθ. κστ’ 21-22). Όθεν λέγει ότι ο Δεσπότης Χριστός, επειδή προεγίνωσκε τα μέλλοντα ως Θεός, και ότι ο Ιούδας έμελλε να τον προδώση, δια τούτο έλεγεν εις εσάς τους φίλους και Μαθητάς του, ότι ένας από εσάς έχει να με παραδώση˙ το δε ακόλουθον ελλειπτικώς και ασυνδέτως ερρέθη, και από δευτεροπροσωπίαν εις τριτοπροσωπίαν μετέβη˙ όθεν εάν προσθέση τινάς τον Γάρ, ή Γούν, ή άλλον τινά Σύνδεσμον, ευκόλως η σύνταξις ευοδωθήσεται ούτως ˙ ευφροσύνης γαρ λαθόντες (οι μαθηταί δηλ. λησμονήσαντες την ευφροσύνην όπου ελάμβανον εν τω Δείπνω) εστενοχωρούντο από αγωνίαν και λύπην, λέγοντες προς τον Κύριον˙ ειπέ εις ημάς, Κύριε Θεέ των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ειπέ, ποίος είναι ούτος όπου μέλλει να σε παραδώση; Ελυπούντο μεν γαρ, διότι φιλοδιδάσκαλοι όντες εκατηγορούντο ως προδόται˙ ηγωνίων δε, επειδή δεν απίστουν εις την πρόρρησιν του Κυρίου˙ όθεν εφοβούντο, μήπως υπό του Διαβόλου παρακινηθή τινάς εξ αυτών να παραδώση τον Διδάσκαλον˙ και μολονότι είχον συνειδός καθαρόν, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, όμως περισσότερον επίστευον εις τα λόγια του Χριστού, παρά εις τον εαυτόν των , ως ακριβέστερον από αυτούς γινώσκοντος τας καρδίας των.

46. Εν άλλοις αγωνία και φόβω γράφεται˙ καταλληλότερον δε είναι το ανωτέρω˙ καθότι το αγωνία και φόβω εισί συνώνυμα κατά ρήτορας, είτουν ταυτοσήμαντα σχεδόν˙ άλλως τε και το, λύπη, είναι σύμφωνον με τον λόγον του Ευαγγελιστού ειπόντος «Και λυπούμενοι σφόδρα» κτλ.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μεθ’ όστις εμού την χείρα, τρυβλίω βάλλει θρασύτητι, τούτω πλήν καλόν ήν, πύλας βίου περάσαι μηδέποτε˙ τούτον ός ήν, εδήλου δε ο Θεός των Πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ετελείωσε το ανωτέρω Τροπάριον ο Μελωδός εις την ερώτησιν όπου έκαμον οι Μαθηταί προς τον Κύριον˙ «Μήτι εγώ ειμί Κύριε;» δια τούτο κάμνει αρχήν του παρόντος Τροπαρίου την απόκρισιν όπου ο Κύριος εποίησε προς αυτούς λέγων˙ «Ο εμβάψας μετ’ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα, ούτός με παραδώσει» (Ματθ. κστ’ 23). Τρυβλίον δε είναι πινάκιον και αγγείον, μέσα εις το οποίον βάλλομεν τα φαγητά, και παραθέτομεν αυτά εις την τράπεζαν. Λέγει λοιπόν ο Μελωδός ότι όστις μετ’ εμού (υπερβατόν δε σχήμα εμεταχειρίσθη εδώ ˙ πρώτον μεν δια την ανάγκην της Ακροστιχίδος, ήτις απαιτούσε να αρχίζη από το Μ το Τροπάριον, και δεύτερον δια τον καλλωπισμόν όπου το υπερβατόν προξενεί εις τον λόγον˙ ούτω γαρ και οι ευδοκιμώτατοι των Ποιητών και Ρητόρων συνειθίζουν να μεταχειρίζωνται το τοιούτον σχήμα˙ μάλιστα δε αι επιστολαί του μεγάλου Παύλου του της Εκκλησίας πνευματικού Ρήτορος, είναι γεμάται από το σχήμα τούτο, καθώς αποδεικνύει ο κριτικώτατος Φώτιος, και ημείς εν τη ερμηνεία εκείνων εσημειώσαμεν)˙ όστις, λέγω, μετ’ εμού βάλη το χέρι του από θρασύτητα και αυθάδειάν του μέσα εις το αγγείον των φαγητών, εις τούτον ήτον συμφέρον να μη περάση ποτέ τας θύρας του βίου: ήτοι να μη περάση από κοιλίαν μητρός και να γεννηθή, ή και να έλθη εις την ζωήν ταύτην, κατά περίφρασιν.

Εφανέρωνε δε με τα λόγια ταύτα ο Κύριος ότι ήτον ο Ιούδας˙ ούτω γαρ ο Δεσπότης ελεεινολόγησε τον άθλιον Ιούδαν˙ «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι΄ού ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται˙ καλόν ήν αυτώ ει ούκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. ιστ’ 24). Με τα λόγια δε ταύτα δηλοί ο Κύριος ότι η ανυπαρξία είναι καλυτέρα της εν αμαρτίας υπάρξεως, κατά την ερμηνείαν του Ιερού Θεοφυλάκτου˙ κάλλιον γαρ ήτον εις τους κολαζομένους να μη υπάρχουν ολότελα, παρά να υπάρχουν και να κολάζωνται αιωνίως˙ τούτο δε λέγεται, όχι ότι η ύπαρξις και το να είναι κακόν εστί καθ’ εαυτό, άπαγε! Αγαθόν γαρ αυτό είναι, ως έργον της του Θεού αγαθότητος˙ αλλά το κακώς αυτό γενέσθαι εκ προαιρέσεως και μοχθηρίας του ανθρώπου˙ όθεν είπεν ο Δαμασκηνός Ιωάννης˙ «Εί και ο Κύριος έφη˙ «Συνέφερε τω ανθρώπω εκείνω εί ούκ εγεννήθη», ου την οικείαν κτίσιν κακίζων έλεγεν, αλλά την έξ οικείας προαιρέσεως και ραθυμίας (του ανθρώπου δηλ.) επιγενομένην τω κτίσματι αυτού κακίαν˙ η γαρ της οικείας γνώμης ραθυμία, άχρηστον αυτώ την του Δημιουργού ευεργεσίαν εποίησε» (Βιβλ. Δ΄κεφ. 98΄περί Πίστεως).

Όρα δε ότι, επειδή ο Ιούδας ελεγχόμενος κρυφίως δεν εδιωρθώνετο, δια τούτο φανερεί αυτόν ο Κύριος και με την έμβαψιν του τρυβλίου, και με την δεικτικήν αντωνυμίαν Ούτος˙ ειπών γαρ «Ούτός με παραδώσει», επαράστησε τον Ιούδαν όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με τον οφθαλμόν και με τον δάκτυλον˙ αν γαρ μόνον έλεγεν ότι ο Ιούδας θέλει με παραδώσει, τούτο αναμφιβόλως επαράσταινε τον προδότην. Τί δε θέλει να ειπή «Ο εμβάψας μετ’ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα;» Λέγουσι τινές ότι οι μεν άλλοι Μαθηταί αιδώ και εντροπήν έχοντες προς τον Διδάσκαλον Χριστόν, όταν ο Κύριος εβούτα το ψωμίον εις το πινάκιον και έτρωγεν, αυτοί δεν συνεβούτων μαζί, ευλαβεία φερόμενοι προς τον Κύριον, άλλ’ εστέκοντο έως ότου να βουτήση εκείνος˙ ο δε Ιούδας, αναιδής και αδιάντροπος ών, εβούτα μαζί με τον Κύριον˙ όθεν και ο Ιερός Θεοφύλακτος είπεν˙ «Αναιδής δε ών ο Ιούδας, ανέβαπτεν εν τω τρυβλίω». Το αυτό λέγει και ο Ευθύμιος˙ «Τοσούτον του Διδασκάλου κατεφρόνησεν, ως μηδ’ υποστέλλεσθαι τούτον έτι, άλλ’ εμβάπτειν μετ’ αυτού». Ο δε Ιωάννης λέγει ότι ο Κύριος εμβάψας το ψωμίον (ψιλόν δηλαδή άρτον, και ουχί τον μυστικόν κατά τον κριτικόν Φώτιον) έδωκε τω Ιούδα˙ φαίνεται δε ότι έγιναν και τα δύο, ήγουν και ο Ιούδας, εβούτα εις το πινάκιον μετά του Κυρίου, και ο Κύριος έδωκεν αυτώ τον βουτημένον άρτον.

Ωδή η΄. Ο Ειρμός.

Νόμων πατρώων οι μακαριστοί, εν Βαβυλώνι νέοι προκινδυνεύοντες, βασιλεύοντος κατέπτυσαν, προσταγής αλογίστου, και συνημένοι ώ ούκ εχωνεύθησαν πυρί, του κρατούντος επάξιον ανέμελπον τον ύμνον˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αν ήτον μακαριστοί και επαινεμένοι κοντά εις τους Αθηναίους εκείνοι όπου εκινδύνευον δια την φύλαξιν των Νόμων του νομοθέτου Σόλωνος, και αν εμακαρίζοντο και ευφημούντο κοντά εις τους Λοκρούς εκείνοι όπου υπερμάχουν δια τους Νόμους του νομοθέτου Ζαλεύκου˙ πόσω μάλλον είναι μακαριστότεροι και επαινετώτεροι οι Θεολόγοι εκείνοι τρείς Παίδες, οι οποίοι εκινδύνευον εις την Βαβυλώνα δια την φύλαξιν των Νόμων των Πατέρων αυτών, τους οποίους Νόμους ο ίδιος Θεός ενομοθέτησεν εις τους Ιουδαίους δια μέσου του Προφήτου Μωϋσέως; Ούτω γαρ προστάζει και νομοθετεί ο Θεός˙ «Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης˙ ού προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Εξ. κ΄4-5). Επειδή λοιπόν ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έστησε την εικόνα του εις πεδίον Δεηρά, και επρόσταξε να προσκυνήσουν αυτήν όλοι οι λαοί, και να την λατρεύσουν ως Θεόν, το οποίον ήτον παρανομώτατον και εναντιώτατον εις τον ανωτέρω Νόμον του Θεού˙ τούτου χάριν οι μακάριοι τρείς Παίδες επροτίμησαν μεν τον Νόμον του Θεού, έπτυσαν δε εναντίον της αλόγου ταύτης του βασιλέως προσταγής. Δηλούται δε δια του πτύσματος η υπερβολική καταφρόνησις όπου δείχνει τινάς εις ένα πράγμα˙ ούτω γαρ συνειθίζουν να πτύουν οι άνθρωποι εκείνους όπου με υπερβολήν καταφρονήσουν ως ανόητους και μωρούς.

Όθεν εξ αιτίας της καταφρονήσεως ταύτης εβάλθησαν οι αοίδιμοι εκείνοι μέσα εις την κάμινον˙ πλήν, αν και ήτον ενωμένοι με το πύρ, δεν εχωνεύθησαν όμως από αυτό παντελώς, διότι δεν κατεκάησαν, καθώς κατακαίονται τα ξύλα και ο χόρτος και η καλάμη (η καλαμία) όπου μείνη μετά το θέρος εις το χωράφι˙ δεν ανέλυσαν, καθώς αναλύεται το μολίβι και το ασήμι και το μάλαγμα, άλλ’ έμειναν εις την φωτίαν, ως ένα πράγμα όπου δεν έχει φύσιν να καίεται από το πύρ, μηδέ να χωνεύεται˙ καθώς είναι η σαλαμάνδρα εκ των ζώων, ο λάριξ εκ των ξύλων, και η πανταρβή και άσβεστος εις των λίθων. Και λοιπόν φυλαχθέντες σώοι και αβλαβείς έως και αυτής της τριχός˙ «Ούχ ύψατο γαρ, φησίν, αυτών τοκαθόλου το πύρ, ουδέ ελύπησεν, ουδέ παρηνώχλησεν αυτούς» (Αίν. 26)˙ αβλαβείς, λέγω φυλαχθέντες, ανέμελπον συμφώνως και οι τρεις ένα ύμνον άξιον του κρατούντος και βασιλεύοντος και εξουσιάζοντος τα πάντα Θεού. Διατί δε ούτως είπεν ο Μελωδός, εις καιρόν όπου ουδέ αυτός ο ύμνος των υπερτάτων Χερουβίμ και Σεραφίμ είναι Θεού άξιος; Αποκρινόμεθα ότι όποιος στοχασθή τον ύμνον όπου είναι δυνατός εις την ανθρωπίνην ασθένειαν, δεν θέλει ονομάσει και τον ύμνον των τριών Παίδων ανάξιον Θεού, αλλά άξιον˙ καθότι το κατά δύναμιν ανθρωπίνην επρόσφερον ˙ Θεώ δε φίλον το κατά δύναμιν, κατά τον ειπόντα, και μάλιστα , διότι συγκαλούσιν όλα τα κτίσματα ουράνια και επίγεια εις ύμνον και έπαινον του ταύτα κτίσαντος Θεού.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Οι δαιτυμόνες οι μακαριστοί, εν τη Σιών τω Λόγω προσκαρτερήσαντες, οι απόστολοι παρείποντο, τω ποιμένι ως άρνες, και συνημμένοι, ώ ούκ εχωρίσθησαν Χριστώ, θείω λόγω τρεφόμενοι, ευχαρίστως εβόων˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Καθώς αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ονομάζεται με διαφόρους ονομασίας˙ καλείται γαρ παρά τοις θεοίς Ευαγγελίοις και άρτος και ποιμήν˙ άρτος μεν, ως εν τω, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής» (Ιω. στ’ 48)˙ ποιμήν δε, ως εν τω, «Εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός» (Ιω. ι΄11)˙ τοιουτοτρόπως και οι του Κυρίου μαθηταί και δαιτυμόνες ονομάζονται και πρόβατα˙ δαιτυμόνες μεν, ως φιλευθέντες με τον εν τω μυστικώ Δείπνω εκ του Ουρανού καταβάντα άρτον, και ως φαγόντες, κατά το ψαλμικόν, άρτον Αγγέλων˙ δαις γαρ και δαιτύς λέγεται η ευωχία και τροφή˙ εκ δε του, δαιτύς, παράγεται το δαιτυμόνες, ό δηλοί τρεφόμενοι, ευωχούμενοι˙ πρόβατα δε, διότι ηκολούθησαν εις τον ποιμένα Χριστόν με ακακίαν και απλότητα ως πρόβατα. Δια τούτο ο Μελωδός εδώ σεμνύει και τιμά τους Αποστόλους με τα δύο ταύτα ονόματα, και λέγει περί αυτών˙ οι αξιομακάριστοι δαιτυμόνες, οι φιλευόμενοι με το σωτήριον Δείπνον του Κυριακού σώματός τε και αίματος, αυτοί επρόσμειναν εν τη αγία Σιών, ήτις ήτον ακρόπολις της Ιερουσαλήμ, εν ή ο Δεσπότης Χριστός παρέδωκε τα Μυστήρια, ως λέγει ο θείος Δαμασκηνός, και όρα εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου της Κοιμήσεως του λέγοντος˙ «Ως επί νεφέλης, Παρθένε», κατά την Ε΄Ωδήν του α’ Κανόνος˙ οι Απόστολοι, λέγω, επρόσμειναν κοντά εις τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, και ακολούθουν αυτώ, καθώς ακολουθούσι τα άκακα αρνία εις τον ποιμένα των˙ και ενωμένοι όντες με τον Χριστόν, από τον οποίον δεν εχωρίσθησαν˙ ίδιον γαρ του Χριστού είναι το να συνάγη, καθώς είναι του Διαβόλου το να σκορπίζει» (Ματθ. ιβ΄30) ˙ ενωμένοι, λέγω, όντες οι Απόστολοι με τον Δεσπότην Χριστόν, ετρέφοντο με θείον λόγον της διδασκαλίας του˙ όθεν και ευχαρίστως εβόων˙ «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα και τα εξής».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Νόμου φιλίας ο δυσώνυμος Ισκαριώτης γνώμη επιλαθόμενος, ούς ενίψατο ηυτρέπισεν εις προδοσίαν πόδας, και σου εσθίων άρτον, σώμα θείον, επήρε πτερνισμόν επί σε, Χριστέ, και βοάν, ού συνήκε˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Με τούτο το Τροπάριον υπερβολικώς ελέγχει την απανθρωπίαν του Ιούδα ο Ιερός Μελωδός. Ο αχάριττος, λέγει, και προδότης εκείνος δεν σε εντράπη, ώ Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ως Διδάσκαλον μαθητής, ούτε σε εφοβήθη ως Δεσπότην δούλος, ούτε σε ευλαβήθη, ως δοτήρα σημείων και θαυμάτων υπερφυσικών, τα οποία ενήργησε και αυτός εν τω ονόματί σου μαζί με τους άλλους Αποστόλους, άλλ’ ουδέ κάν σε ευλαβήθη ως φίλον φίλος, και ως συμφάγοντα με αυτόν άλας και ψωμί, αλλά ελησμόνησε με εκούσιον γνώμην και αυτόν τον νόμον της φιλίας, τόσον τον παλαιόν τον λέγοντα «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λευτ. Ιθ’ 18), όσον και τον νέον του Ευαγγελίου, τον λέγοντα «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. ιε΄13). Τους νόμους τούτους λησμονήσας ο δυσώνυμος Ιούδας, τους πόδας εκείνους, τους οποίους ενίφθη προ ολίγων στιγμών από τους αχράντους σου χείρας, Κύριε, αυτούς τους ιδίους, ώ ψυχής αγνώμονος! Ετοίμασε δια να υπάγη με αυτούς να σε προδώση˙ και αυτός όπου έτρωγε τον άρτον σου και ετρέφετο παρά σου, επήρε την πτέρναν του εναντίον σου, Κύριε, καθώς επροφήτευσεν ο Ψαλμωδός λέγων˙ «Ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν» (Ψαλ. μ΄10) (τουτέστι δόλον και απάτην κατ’ εμού συνέθηκε). Λέγεται δε τούτο από μεταφοράς εκείνων όπου παλαίουσιν, οι οποίοι βάλλοντες τα σκέλη υποκάτω εις τους αντιπαλαιστάς των , και καταπατούντες αυτών τας πτέρνας, ρίπτουσιν αυτούς κάτω. Όθεν ο Ιούδας ως ασύνετος δεν εσυνετίσθη να ειπή τον θεοπρεπή εκείνον ύμνον των τριών Παίδων.

Δυσώνυμος δε λέγεται ο Ιούδας, όχι διότι το όνομα Ιούδας είναι κακόν, εκ του ιού (φαρμάκι) και του δαίω (το καίω), καθώς τινές είπον, ένας από τους οποίους είναι και ο ανώνυμος ερμηνευτής, ουδέ διότι το όνομα Ισκαριώτης είναι πονηρόν, εκ του ιού και του καίω ετυμολογούμενον, μάλιστα δε το όνομα Ιούδας είναι εύφημον, Ιούδας γαρ εξομολόγησις ερμηνεύεται, η δε εξομολόγησις όχι μόνον δεν είναι δυσώνυμον, αλλά και των ευφήμων ευφημότερον. Όχι λοιπόν δια το όνομά του λέγεται ο Ιούδας δυσώνυμος, όχι! Αλλά διότι, όταν ένας άνθρωπος πράξη ένα μέγα κακόν, ή εις ένα τόπον ακολουθήση κανένα μεγάλον άτοπον, τότε συνειθίζομεν να κακοονομάζωμεν και τον άνθρωπον εκείνον,και τον τόπον εκείνον, αν και τα ονόματα αυτών είναι εύφημα. Ούτω χάριν λόγου Σίμωνα τον Σαμαρέα, Κακοσίμωνα ονομάζομεν δια τας αιρέσεις και τας μαγείας του˙ και τον μονοφυσίτην Ευτυχή, ονομάζομεν Δυστυχή˙ από τα πονηρά γαρ δυσωνυμείται και το εύφημον όνομα του ανθρώπου,και αντιστρόφως, από τα καλά έργα ευφημείται και το δύσφημον όνομα του ανθρώπου˙ ούτω γαρ οι μάρτυρες Διόσκουρος και Μαξιμιανός και άλλοι, δύσφημα ονόματα έχοντες, δια το εύφημον όνομα του μαρτυρίου ευφήμως ονοματίζονται˙ εκ του εναντίου δε, από το εύφημον όνομα δεν ευφημολογούνται και τα πονηρά έργα. Ούτω λοιπόν και ο Ιούδας δυσώνυμος λέγεται από τον Μεδωδόν και από όλον τον κόσμον δια το μέγα κακόν της προδοσίας δυσφημότερον; ή τι της προδοσίας και τοιαύτης προδοσίας δυσωνυμώτερον; Βέβαια ουδέν.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Εδεξιούτο το λυτήριον, της αμαρτίας σώμα ο ασυνείδητος, και το αίμα το χεόμενον, υπέρ κόσμου το θείον˙ άλλ’ ούκ ηδείτο πίνων, ό επίπρασκε τιμής, ού κακία προσώχθισε, και βοάν ού συνήκε˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτο το Τροπάριον είναι όμοιον με το ανωτέρω˙ ελέγχει γαρ και δια τούτου ο Μελωδός την άκραν ασυνειδησίαν και την κατά του Κυρίου υπερβολικήν αχαριστίαν του προδότου Ιούδα˙ λέγει γαρ ότι ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμανεν εις την δεξιάν χείρα του (τούτο γαρ δηλοί το εδεξιούτο ) το Θείον σώμα του Κυρίου, το οποίον ήτον λυτρωτήριον της αμαρτίας των ανθρώπων. Τούτο δε ερανίσθη από τον λόγον του Κυρίου, όν είπε˙ «Λάβετε φάγετε˙ τούτο εστι το σώμα μου» (Ματθ. κστ’ 26). Ού μόνον δε το σώμα, αλλά και το αίμα έλαβεν εις χείρας ο ασυνείδητος, ούκ αμέσως, αλλά δια μέσου του ποτηρίου του περιέχοντος αυτό, το οποίον αίμα εχύνετο δια την σωτηρίαν του Κόσμου˙ ευαγγελική δε είναι και η ρήσις αύτη˙ «Τούτο γαρ, φησίν ο γλυκύς Ιησούς, τούτό εστι το αίμά μου το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ’ 28).47

47. Ότι μεν είχεν ο Κύριος ομοτράπεζόν του τον Ιούδαν εις την κοινήν τράπεζαν, ήν μετά των μαθητών έφαγε κατά την εσπέραν της μεγάλης Πέμπτης (όπερ ήτον αρχή της μεγάλη Παρασκευής ˙ από την εσπέραν γαρ άρχεται η κάθε ημέρα κατά την τάξιν της Εκκλησίας) τούτο οι θείοι Ευαγγελισταί λέγουσιν, ό, τε Ματθαίος , Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης˙ εάν δε είχεν αυτόν συγκοινωνόν και εις την των θείων Μυστηρίων πνευματικήν τράπεζαν, και αν αυτώ μετέδωκε του τιμίου αυτού σώματος και αίματος, τούτο αμφίβολον εστιν˙ ο μεν γαρ θείος Χρυσόστομος και Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και εκ μέρους ο Θεοφύλακτος και ο Μελωδός ούτος Κοσμάς και άλλοι πλείστοι θέλουσι να ήτον παρών ο Ιούδας, όταν ο Κύριος παρέδωκε τα Μυστήρια, και ότι να εκοινώνησεν εξ αυτών˙ αι δε διαταγαί των Αγίων Αποστόλων Βιβλ. ε’ Κεφ. δ’ λέγουσι˙ «Παραδούς δε ημίν τα αντίτυπα Μυστήρια του τιμίου σώματος αυτού και αίματος, Ιούδα μη συμπαρόντος ημίν,εξήλθεν εις το Όρος των ελαιών». Ομοίως και ο Ισαπόστολος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τούτο το ίδιον θέλει, λέγων˙ «Καθό και αυτός ο των συμβόλων δημιουργός (ο Χριστός δηλ.) αποκληροί δικαιότητα τον ουχ οσίως αυτώ και ομοτρόπως τα ιερά συνδειπνήσοντα» (Κεφ. γ’ περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας). Όπερ σχολιάζων Μάξιμος ο σοφός, λέγει˙ «Εκ δε των εξής ευλόγως αν τις φαίη ότι μετά το εξελθείν εκ του Δείπνου τον Ιούδα παρέδωκεν ο Χριστός τοις Μαθηταίς το Μυστήριον». Τούτους συμφωνεί και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος ειπών˙ «Μετά το εξελθείν τον Ιούδαν παραδίδωσι τοις ένδεκα ο Σωτήρ το σωτηριώδες Μυστήριον» (παρά τη Σειρά του κατά Ματθαίον ). Αλλά και ο Ιερός Θεοφύλακτος τούτοις συνάδων εκ μέρους, ούτω φησί˙ «Τινές δε φασίν ότι, εξελθόντος του Ιούδα , μετέδωκε των Μυστηρίων τοις άλλοις Μαθηταίς. Ουκούν και ημείς ούτω ποιείν οφείλομεν, και τους πονηρούς απείργειν των Μυστηρίων» (Ερμηνεία εις το κστ’ του κατά Ματθαίον). Πότε δε τον μυστικόν Δείπνον ο Κύριος παρέδωκεν; Αφ’ ού έβαψε το ψωμίον εις το τρυβλίον και έδωκεν αυτό εις τον Ιούδαν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης˙ «Και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη. Λαβών ούν το ψωμίον εκείνος, ευθέως εξήλθεν˙ ήν δε νύξ» (Ιω. ιγ’ 26-30). Το ψωμίον δε εκείνο δεν ήτον σώμα Χριστού, αλλά άρτος κοινός από την κοινήν τράπεζαν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος, και ημείς προείπομεν.

Και δεν εντρέπετο, λέγει ο σκληρόκαρδος και απανθρωπότατος μαθητής να πίνη το αίμα εκείνο του διδασκάλου του, το οποίον προεπώλησεν εις τους Αρχιερείς δια τριάκοντα αργύρια, οίτινες και έλεγον περί τούτων˙ «Ούκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστιν» (Ματθ. κζ’ 6). Ούτε λοιπόν τούτο εντρέπετο ο ασυνείδητος Ιούδας, το να πίνη εκείνο το αίμα όπου προλαβών επώλησε. Και ποίος είναι τόσον αδιάντροπος, ώστε να πωλή πρώτον αίμα, και να παίρνη την τιμήν του από τον αγοραστήν, έπειτα πάλιν αναισχύντως να πίνη αυτό όπου επώλησεν; Βέβαια ουδείς. Όθεν ο άθλιος Ιούδας δεν εμετανόησε δια την αμαρτίαν της προδοσίας, ούτε εμίσησε και εσιγχάθη την κακίαν της προαιρέσεώς του, καθώς ο Ιεροψάλτης προείπε τούτο περί του Παρανόμου˙ «Παρέστη πάση οδώ ούκ αγαθή˙ κακία δε ού προσώχθισε» (Ψαλ. λε’ 5) , άλλ’ ουδέ εσυνετίσθη ο ασύνετος να ειπή και αυτός τον θεοπρεπή εκείνον ύμνον μετά των τριών Παίδων˙ «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

Ωδή θ΄. Ο Ειρμός.

Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί πιστοί δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα λόγον, εκ του Λόγου μαθόντες, όν μεγαλύνομεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αφ’ ού εις τας προλαβούσας Ωδάς ιστορικώς εδιηγήθη ο Μελωδός τα περί του θείου Δείπνου, τώρα εις την παρούσαν Ωδήν ηθικώτερον εκλαμβάνει περί αυτού. Και λοιπόν επιστρέφων τον λόγον προς τον ευσεβή λαόν, και παρακινών όλους εις το να μεταλάβουν τα θεία Μυστήρια, με συμβουλευτικόν το σχήμα λέγει προς αυτούς ˙ Ελάτε, ώ πιστοί Χριστιανοί, και καθαρθέντες πρότερον με την πρέπουσαν προετοιμασίαν της εξομολογήσεως των αμαρτιών και της συγχωρήσεως των εχθρών, και της αποδιώξεως του μίσους, και καλλωπισθέντες με το καθαρόν συνειδός, ούτως ας προσέλθωμεν εις τα θεία Μυστήρια, και άς απολαύσωμεν την ξενίαν την Δεσποτικήν: ήτοι την φιλοξενίαν όπου κάμνει σήμερον εις ημάς ο Δεσπότης Χριστός, και την αθάνατον και πνευματικήν τράπεζαν όπου εις τους αξίους παρατίθεται˙ τρέφει γαρ ημάς με το άφθαρτον και πανακήρατον αυτύ αίμα. Και δια να ειπώ καθολικώς, εις την φιλοξενίαν και την σημερινήν τράπεζαν των φρικτών Μυστηρίων δείχνει και παραθέτει ο Θεός εις ημάς την μεγαλητέραν του σοφίαν, την μεγαλητέραν του δύναμιν, και τον μεγαλήτερον πλούτον της αυτού αγαθότητος˙ όθεν γλαφυρώς είπεν ο Ιερός Αυγουστίνος˙ «Σοφώτατον όν το Θείον, πλείω διδόναι της ιεράς ταύτης ουκ οίδε θυσίας˙ παντοδύναμον όν, πλείω διδόναι ούκ ίσχυσε˙ πλουσιώτατον όν, διδόναι πλείω ούκ έσχε» (εν τω Προοιμίω της ιεράς Κατηχήσεως του Βούλγαρι). Δεν είναι κατώτερα και τα λόγια του μεγάλου της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου ούτως έχοντα˙ «Βασιλική εκτελούμεθα πορφύρα προσερχόμενοι τοις Μυστηρίοις, μάλλον δε, βασιλικόν αίμά τε και σώμα, και προς θείαν, ώ του θαύματος! υιότητα μεταποιούμεθα, της λαμπρότητος του Θεού μυστικώς γενομένης έφ’ ημάς, και περιλαμψάσης εξαισίως, και δύναμιν παρεχούσης κατά την επαγγελίαν, εν τη παρουσία του Πατρός ημών λάμψειν καθάπερ ήλιος» (Λόγω περί Μυστηρίων). Αλλά και ο Αλεξανδρείας Κύρριλος ερμηνεύων το, «Ο τρώγων μου την σάρκα», λέγει˙ «Ώσπερ εί τις σπινθήρα λαβών αχύροις εγκαταχώσοι πολλοίς , ίνα σωζόμενον έχη το του πυρός σπέρμα, ούτω και εν ημίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δια της ιδίας σαρκός εναποκρύπτει την ζωήν, και ώσπερ τι σπέρμα της αθανασίας εντίθησιν όλην την εν ημίν αφανίζον φθοράν».

Πού δε ταύτην την τράπεζαν να απολαύσωμεν; εις τόπον υψηλόν και υπερώον˙ εν τω ανωγέω γαρ παρέδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους του τα Μυστήρια˙ «Κακείνος γαρ, φησίν, υμίν δείξει ανώγεων μέγα εστρωμένον˙ εκεί ετοιμάσατε (το Πάσχα)» (Λουκ. κβ΄12). Διότι αν και ο Κύριος εκαταδέχθη να συγκαταβή έως εις την ιδικήν μας εσχατιάν και ταπείνωσιν, άλλ’ όμως πάλιν ως Θεός εις τους υπερώους τόπους χαίρει και υψηλούς˙ τί δε άλλο νοείται το ανώγεων, πάρεξ αι υψηλαί φρένες, αι αναβαίνουσαι και μετεωριζόμεναι εις τας υψηλάς περί Θεού Θεωρίας; Ας απολαύσωμεν λοιπόν διπλώς της αθανάτου τραπέζης των θείων και φρικτών Μυστηρίων σήμερον, αδελφοί, και αισθητώς δηλαδή και νοητώς˙ αισθητώς μεν, τρώγοντες τον ηγιασμένον άρτον, και πίνοντες τον ηγιασμένον οίνον: ήτοι το σώμα και αίμα του Κυρίου˙ νοητώς δε, απολαμβάνοντες αυτών εν ταις περί Θεού υψηλαίς νοήσεις και θεωρίαις, ως εν τινες υπερώω τόπω ευρισκόμενοι πάσης της γης και των γηίνων εξηρημένω˙ ανώγεων γαρ, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, είναι η υψηλή του νοός χώρησις, τα θεία, λέγω, και νοητά πράγματα, εις τα οποία ο πνευματικός νους εμφιλοχωρεί και ενδιατρίβει. Εστρωμένα δε είναι ταύτα εις τον τοιούτον νουν, καθότι δεν ευρίσκεται εις αυτά κανένα τραχύ και σκολιόν, αλλά και τα σκολιά ως ευθέα νοεί ο τοιούτος νους˙ όθεν είπεν ο Σολομών˙ «Πάντα ευθέα εστί τοις νοούσι, και ορθά τοις ευρίσκουσι γνώσιν» (Παρ. η’ 9).

Δύναται δε να νοηθή το εστρωμένον ανώγεων και με υψηλότερον τρόπον, κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον. Η φυσική κατάστασις και ενέργεια του νοός ανώγεων εστρωμένον λέγεται˙ ει γαρ και ο νους εν τη κατά φύσιν ενεργεία και γνώσει διάγων, υψηλόν πράγμά εστιν˙ άλλ’ όμως αύτη η φυσική γνώσις αυτού έστρωται: ήτοι είναι χθαμαλή τε και ταπεινή, συγκρινομένη με την υπέρ φύσιν και νούν γνώσιν αυτού˙ όταν δε αρπαγή υπό της χάριτος και φθάση εις την υπέρ νούν γνώσιν επάνω από κάθε ύψος, τότε δεν ενεργεί πλέον αυτός την κατά φύσιν αυτού ενέργειαν αυτοκινήτως, άλλ’ενεργείται και πάσχει ετεροκινήτως υπό του θείου φωτός, και εξίσταται πάσης φυσικής ενεργείας˙ καθώς και οι Προφήται λαμβανόμενοι κατά τον νούν από της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, εξίστανται πάσης φυσικής ενεργείας του νοός˙ όθεν και γέγραπται ότι έγινε λήμμα Κυρίου εις τον δείνα Προφήτην˙ ούτως αναγινώσκομεν εις τον Αββακούμ, «Το λήμμα ό είδεν Αββακούμ ο Προφήτης» (Αββ. α’ 1), και εις τον Ζαχαρίαν, «Λήμμα λόγου Κυρίου» (Ζαχ. θ΄ 1), και εις τον Μαλαχίαν, «Λήμμα λόγου Κυρίου» (Μαλ. α’ 1) . (Όρα και εις την ερμηνείαν του εις την Ε΄Ωδήν του Β΄Κανόνος της Κοιμήσεως εν τω Τροπαρίω τω λέγοντι «Το σκεύος διέπρεπεν»).

Πρώτον λοιπόν ημείς πρέπει να ετοιμάσωμεν το εστρωμένον ανώγεων: ήτοι να ενεργώμεν την κατά φύσιν ενέργειαν του ιδικού μας νοός , καταγινόμενοι πάντοτε εις θεωρίας και νοήματα πνευματικά˙ και άφ’ ού ημείς ετοιμασθώμεν και γένωμεν επιτήδειοι εις το να δεχθώμεν την υπερφυσικήν ενέργειαν και υπέρ νούν γνώσιν, τότε έρχεται εις ημάς ο Χριστός και τελεί τα Μυστήρια, ανάγων τον νούν ημών εις αρπαγάς και αλαλήτους θεωρίας.

Το δε «Επαναβεβηκότα λόγον εκ του Λόγου μαθόντες» διττώς νοείται˙ ή γαρ λέγει ότι ημείς εκ του λόγου του Ευαγγελίου μαθόντες τον Θεόν Λόγον, ότι ανέβη εις το υπερώον δια να εκτελέση το Πάσχα, μεγαλύνομεν αυτόν, ή μάλλον ειπείν, ημείς εκ του Θεού Λόγου του εις το ανώγεων το Δείπνον εκτελέσαντος μαθόντες λόγον επαναβεβηκότα: ήγουν αναγωγήν και αλληγορίαν υψηλοτέραν, μεγαλύνομεν αυτόν. Ποίος δε είναι ο επαναβεβηκώς λόγος; Άκουσον του Ιερού Θεοφυλάκτου, ότι, όταν εν ημίν ενεργή ο Θεός Λόγος, όχι μόνον θέλομεν νοήσει την του Πάσχα μετάληψιν, αλλά και τους υψηλοτέρους και βαθυτέρους λόγους των αισθητών και νοητών κτισμάτων θέλομεν συνετισθή, κατά το «Όψομαι, τους Ουρανούς έργα των δακτύλων σου» (Ψαλ. η΄4)˙ μαθηταί γαρ του Λόγου, μεθ’ ών ποεί το νοητόν Πάσχα, είναι πάντες οι λόγοι των γεγονότων, κατά τον ίδιον Θεοφύλακτον.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Άπιτε τοις μαθηταίς, ο Λόγος έφη, το Πάσχα, εν υπερώω τόπω, ώ νους ενίδρυται, οις μυσταγωγώ σκευάσατε, αζύμω αληθείας λόγω˙ το στερρόν δε της χάριτος μεγαλύνατε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον λόγον όπου είπεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους λέγων˙ «Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το Πάσχα ίνα φάγωμεν… κακείνος υμίν δείξει ανώγεων μέγα εστρωμένον, εκεί ετοιμάσατε» (Λουκ. κβ΄8-12). Κοντά δε εις την κατά το γράμμα Ιστορίαν του Πάσχα συνάπτει ο Μελωδός και την κατά το Πνεύμα τούτου αναγωγήν και αλληγορίαν˙ και ανώγεων μεν εννοεί το ηγεμονικόν της ψυχής, εις το οποίον κάθηται ο νούς ως βασιλεύς˙ δείπνον δε εννοεί τον ευσεβή λόγον της Πίστεως, ο οποίος και δι’ αζύμων και δι’ενζύμων συγκροτείται˙ και επί καλού γαρ και επί κακού λαμβάνονται και τα άζυμα και τα ένζυμα παρά τη θεία Γραφή. Άζυμος μεν ούν λέγεται ο λόγος της Πίστεως, δια την απλότητα και καθαρότητα και αλήθειαν, μη έχων την ζύμην, ήτις εις την υπόκρισιν εννοείται, ως είπεν ο Κύριος˙ «Προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστίν υπόκρισις» (Ματθ. ιστ΄6)˙ μακράν γαρ από κάθε υπόκρισιν είναι ο της Πίστεως λόγος, ούκ άλλος μεν ών, άλλος δε φαινόμενος, μηδέ έχων την ζύμην την παλαιάν: ήγουν την του παλαιού και σκιώδους και παρελθόντος Νόμου, ήτις δια την παλαιότητα οξινίζει και άχαρηστος γίνεται, μηδέ έχων την ζύμην της κακίας και της πονηρίας, ως λέγει ο Παύλος˙ «Ώστε εορτάζωμεν τη εν ζύμη παλαιά μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας» (α΄Κορ. ε΄8). Ένζυμος δε πάλιν λέγεται ο λόγος της Πίστεως, καθότι αυτός είναι στερεός, συγκρατών την καρδίαν και την νοεράν δύναμιν του πιστεύοντος, και μη αφίνων αυτήν να κλονήται εις διαφόρους αιρέσεις και πλάνας˙ όν τρόπον και ο αισθητός ένζυμος άρτος στηρίζει και συγκρατεί την αισθητήν καρδίαν του ανθρώπου, ως είπεν ο Ψαλμωδός˙ «και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (Ψαλ. ργ΄15).

Τούτων ούτω προεγνωσμένων, λέγει ο Μελωδός ˙ ενυπόστατος του Θεού Λόγος είπεν εις τους αγίους του Μαθητας˙ σκευάσατε (ήτοι ετοιμάσατε), ώ Μαθηταί μου, το Πάσχα, χάριν των ευσεβών και ορθοδόξων λαών των Χριστιανών, εις τους οποίους εγώ μυσταγωγώ και διδάσκω τα της ευσεβείας Μυστήρια. Ή νοείται και ούτως˙ ετοιμάσατε, ώ Μαθηταί μου, εις τους οποίους εσάς μυώ και διδάσκω τα της ευσεβείας Μυστήρια, το Πάσχα εν υπερώω τόπω, τουτέστιν όχι εις σαρκικόν και ψυχικόν άνθρωπον, και τα σαρκικά και ψυχικά φρονούντα˙ επειδή, κατά τον Απόστολον, ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος (α΄Κορ. β΄14)˙ το δε ιδικόν μου Πάσχα και τα Μυστήρια είναι όλως πνευματικά˙ αλλά ετοιμάσατε αυτό εις άνθρωπον υψηλόν και ουρανομήκη και τα υψηλά φρονούντα, και απλώς, εις άνθρωπον πνευματικόν και νούν έχοντα θεωρητικόν.

Πώς δε αυτό πρέπει να ετοιμάσουν; Με άζυμον μεν λόγον της αληθείας και απλότητος, όχι όμως και χωρίς τον ένζυμον και αρτώδη και στερεόν˙ διότι τον ένζυμον, άρτον αινιγματωδώς εφανέρωσεν ο Μελωδός με την προσθήκην του, «Το στερρόν δε της χάριτος μεγαλύνατε», της χάριτος δε εστί το ένζυμον, επειδή δι’ ενζύμου άρτου και ο Κύριος τότε παρέδωκε το Μυστήριον, ακόμη γαρ δεν ήτον καιρός των αζύμων, καθότι αυτά ετρώγοντο μετά του αμνού και των πικρίδων εν τη νυκτί του μεγάλου Σαββάτου , και πάσα δε η του Χριστού ορθόδοξος Εκκλησία δι’ ενζύμου άρτου εκτελεί το Μυστήριον˙ όθεν και ως της χάριτος όν, ακολούθως είπεν ο Μελωδός ότι να μεγαλύνουν το ένζυμον˙ τα γαρ άζυμα με το να εμεταχειρίζετο ο παλειός Νόμος εις όλας σχεδόν τας ιεροπραξίας, δια τούτο ο Μελωδός δεν ονομάζει αυτά της χάριτος, ούτε λέγει να τα μεγαλύνουν οι πιστοί. Διατί δε όλως αναφέρει άζυμα εδώ ο Μελωδός; Δια να δείξη μυστικώς ότι έφαγε τότε το παλαιόν Πάσχα ο Κύριος, όπερ δι’ αζύμων εγίνετο, καθώς και άλλοι πολλοί Πατέρες ούτως υπέλαβον˙ ότι δε κατ’ εκείνον τον χρόνον δεν το έφαγεν , όρα εις τον λόγον του Ιωάννου Ιεροσολύμων «Κατά αζύμων», και εις το «Περί Μυστηρίων Βιβλιάριον» Ευστρατίου του Αργέντου.

Δια του αζύμου λοιπόν και του ενζύμου τούτο το νόημα παρασταίνεται, δηλαδή ότι ο ευσεβής άνθρωπος πρέπει να τρέφεται αζύμως μεν (ήτοι απλοϊκώς) δια την απλότητα και αλήθειαν της ευσεβείας και Πίστεως˙ ενζύμως δε και φρονίμως, διότι κοντά εις την απλότητα πρέπει να έχη και σύνεσιν και φρονιμάδαν˙ καθώς και ο Κύριος παραγγέλει λέγων˙ «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. ι΄16), και ο Απόστολος˙ «Μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε» (α΄Κορ. ιδ΄20).48

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Δημιουργόν ο Πατήρ προ των αιώνων σοφίαν, γεννά αρχήν οδών με, εις έργα έκτισε, τα νύν μυστικώς τελούμενα˙ Λόγος γαρ άκτιστος ως φύσει, τας φωνάς οικειούμαι, ού νυν πεοσείληφα.

48. Ότι μεν είναι αποβεβλημμένα τα άζυμα από τα Μυστήρια της του Χριστού Εκκλησίας, τα δε ένζυμα μόνα είναι δεκτά εις αυτήν, και τι αυτά δηλούσιν, άκουσον. Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν τη πρώτη διαλέξει, ήν εποιήσατο του λατίνου Σκαράνου ούτω φησί˙ «Πρώτον υμών αποσχιζόμεθα, ότι αντί ενζύμων εν ταίς υμών λειτουργίαις προσφέρεται άζυμα˙ περί αυτού γαρ ούτως η εβδόμη οικουμενική σύνοδος τίθησιν˙ Εί τις ού τίθησιν εις την προσφοράν προζύμην και άλας, και εί τις προσφέρει άζυμα, ανάθεμα έστω˙ και ο μέγας Βασίλειος εν τη ερμηνεία της θείας Λειτουργίας φησί˙ Δια των ενταύθα τελουμένων σημαίνομεν την τελείαν ανθρωπότητα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και δείκνυμεν τούτο τέλειον Θεόν είναι και τέλειον άνθρωπον˙ άλευρον η σάρξ, πρόζυμον η ψυχή, άλας ο νούς˙ και δια τούτο ονομάζομεν. Αλλά και τας πέντε αισθήσεις αποπληρούμεν εν ταις ιεραίς προσφοραίς˙ όρασις το άλευρον, όσφρησις το πρόζυμον, ακοή το πύρ, γεύσις το άλας, και αφή το ύδωρ» (Τόμ. α΄).

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός από το Η΄κεφάλαιον των Παροιμιών, όπου η ενυπόστατος Σοφία ο Μονογενής Υιός του Θεού λέγει περί εαυτού˙ «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού˙ προ του αιώνος εθεμελίωσέ με, εν αρχή προ του την γην ποιήσαι… προ του όρη εδρασθήναι, προ δε πάντων των βουνών γεννά με» (Στίχ. 22). Επειδή δε το, Έκτισε ρήμα, ως από της ενυποστάτου Σοφίας του Πατρός λεγόμενον, σκανδάλου πέτρα έγινεν εις πολλούς˙ εκ τούτου γαρ οι Αρειανοί κινούμενοι, ετόλμησαν να ειπούν κτίσμα τον Μονογενή Υιόν του Θεού˙ δια τούτο ο Θεσπέσιος Κοσμάς άριστα εδώ διακρίνει, τι μεν δηλοί το , Γεννά, τι δε το, Έκτισεν. Επειδή γαρ ο Χριστός Θεός εστίν ο αυτός και άνθρωπος, το μεν Γεννά λαμβάνεται επί της αϊδίου αυτού Θεότητος, καθ’ ήν εκ του ομοουσίου εγεννήθη Πατρός υπέρ πάντα λόγον και τέλος προς τα έξω˙ το δε Έκτισε λαμβάνεται επί της χρονικής αυτού ανθρωπότητος, καθ’ ήν επτώχευσε το κτιστόν. Σαφηνίζων λοιπόν την ασάφειαν του ρητού της Παροιμίας ο Μελωδός λέγει˙ Εμέ την δημιουργικήν Σοφίαν των απάντων γεννά ο Πατήρ προ πάντων των αιώνων˙ γεννά δε με αρχήν οδών αυτού, ήγουν δημιουργικήν αιτίαν και αρχήν των όντων , δι΄ής τα πάντα εγένετο˙ εις δε ταύτα τα έργα τα νύν μυστικώς τελούμενα, ήγουν εις την ανθρωπίνην σωτηρίαν και την ανάπλασιν, δεν με γεννά , αλλά έκτισέ με, ήγουν ηυδόκησέ με να προσλάβω το κτιστόν σώμα. Άς μη θαυμάζη δε τινάς, αν εγώ, Θεός ών κατά την άναρχον φύσιν της Θεότητος και άκτιστος και προαιώνιος υπάρχων Λόγος και Υιός, λέγω ότι με έκτισεν ο Πατήρ˙ μεδέ εις άτοπα νοήματα κρημνιζέσθω , υπό της λέξεως ταύτης κινούμενος˙ επειδή γαρ εγώ επ’ εσχάτων προσέλαβον εις την ιδικήν μου υπόστασιν την κτιστήν φύσιν της ανθρωπότητος, και εν πρόσωπον και μία υπόστασις σύνθετος γέγονα εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, δια τούτο οικειοποιούμαι και τας φωνάς της ανθρωπότητός μου˙ και εκείνο όπου η ανθρωπότης μου εχρεώστει να λέγη δια τον εαυτόν της, τούτο εγώ λέγω παρά ταις Παροιμίαις, ως εκ μέρους αυτής˙ εί γαρ και διπλούς υπάρχω κατά τας φύσεις, άλλ’ όμως εις υπάρχω κατά το πρόσωπον και την υπόστασιν.

Ούτω μεν ηρμήνευσε το, Γεννά και το, Έκτισε Θεόδωρος ο Πρόδρομος. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ομοίως και ο Νύσσης το «Αρχήν οδών» συνάπτουσι με το, Έκτισεν, ήγουν έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις τα έργα τα νύν μυστικώς τελούμενα, και θέλουσιν ότι νοείται τούτο κατά την ανθρωπότητα, την οποίαν προείδεν ο Θεός αρχήν των αϊδίων του ορισμών προ πάντων των ποιημάτων˙ και όρα τον Μηνιάτην εις το πρώτον μέρος της Δευτέρας Κυριακής προς της Χριστού Γεννήσεως˙ και ίσως βέλτιον τούτο εστι, καθότι και τα λόγια του Παροιμιαστού ούτως εκφέρονται˙ «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού˙ προ δε πάντων των βουνών γεννά με», όπου το μεν, Έκτισε σχετικώς προφέρεται προς τέλος και αιτίαν, δηλαδή την αρχήν των οδών και τα του Θεού έργα˙ το δε , Γεννά ασχέτως και αναιτίως εκφέρεται, καθώς είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ «Το μεν ών, ο Χριστός (ήτοι κατά την Θεότητα) και αεί ων εκ του αεί όντος υπέρ αιτίαν και λόγον˙ ουδέ γαρ ήν του Λόγου λόγος ανώτερος» (ήγουν ποιητική αιτία) (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν). Αλλά και το Τροπάριον τούτο δύναται να νοηθή κατά την γνώμην των ανωτέρω Πατέρων, εάν λάβη υποστιγμήν εις το, Γεννά ούτω˙ «Δημιουργόν ο Πατήρ προ των αιώνων Γεννά με», και εδώ να σταθή˙ είτα ως απ’ άλλης αρχής να ειπή˙ «Αρχήν οδών με εις έργα έκτισε τα νύν μυστικώς τελούμενα». Σημείωσαι ότι ο Μέγας Βασίλειος και ο Νύσσης Γρηγόριος «Κύριος εκτήσατό με» ανέγνωσαν˙ παρ’ άλλοις αντιγράφοις , «Και ούκ έκτισέ με»˙ το δε «Εκτήσατό με» νοείται αντί του εγέννησεν˙ ούτω γαρ και ο Αδάμ είπεν, όταν εγέννησε τον Κάϊν˙ «Εκτησάμην (ήτοι εγέννησα ) άνθρωπον δια του Θεού» (Γεν. δ΄1). 49

49. Θέλεις να ακούσης, Αγαπητέ, και τα ίδια λόγια του Θεολόγου Γρηγορίου και του Νύσσης; Άκουσον αυτά προς πληροφορίαν σου. Ο μεν Θεολόγος ούτω γράφει˙ «Τί των όντων αναίτιον; Θεότης; Ουδείς γαρ αιτίαν ειπείν έχει Θεού. Ή τί αν είη Θεού πρεσβύτερον; Τί δε της ανθρωπότητος (ήν δι’ ημάς υπέστη Θεός) αιτία; Το σωθήναι πάντως ημάς; Τί γαρ έτερον; Επειδή τοίνυν ενταύθα και το, έκτισε και το, γεννά με σαφώς ευρίσκομεν, απλούς ο λόγος. Ο μεν αν μετά της αιτίας ευρίσκοιμεν, προσθώμεν τη ανθρωπότητι˙ ο δε απλούν και αναίτιον, τη Θεότητι λογισώμεθα˙ «΄Έκτισε γαρ με, φησίν, αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού»˙ έργα δε χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις, ών ένεκεν εχρίσθη Θεότητι˙ χρίσις γαρ αύτη της ανθρωπότητος˙ το δε, Γεννά με, χωρίς αιτίας˙ ή δείξόν τι τούτω προσκείμενον. Τις ούν αντερεί λόγος, κτίσμα μεν λέγεσθαι την Σοφίαν κατά την κάτω γέννησιν˙ γέννημα δε κατά την πρώτην και πλέον άληπτον;»(Λόγ. Β΄ περί Υιού).

Και ο συνώνυμος δε αυτώ και της Νύσσης φωστήρ ούτω λέγει˙ «Κύριος έκτισέ με˙ τούτου χάριν εκτίσθην ο αεί ών και μηδέν του κτισθήναι δεόμενος, ώστε μεν γενέσθαι αρχήν οδών εις τα έργα του Θεού, τους ανθρωπόπους λέγω˙ της γαρ οδού της πρώτης καταφθαρείσης, έδει πάλιν εγκαινισθήναι τοις πλανωμένοις οδόν πρόσφατον και ζώσαν αυτόν εμέ, ός ειμί οδός. Και ότι προς το ανθρώπινον η του, Έκτισέ με διάνοια Βλέπει, σαφέστερον ημίν τούτο παρίστησι δια των ιδίων λόγων ο θείος Απόστολος , εν οίς διακελεύεται˙ «Ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν»˙ (Ρωμ. ιγ’ 14), και προς τούτοις όπου τον αυτόν επαναλαβών λόγον φησίν˙ «Ενδύσασθε τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα» (Εφ. δ΄24). Εί γαρ εν μεν εστί το σωτήριον ένδυμα, τούτο δε εστίν ο Χριστός , ούκ αν άλλον τις είποι, παρά τον Χριστόν είναι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα. Αλλά δήλον ότι ο τον Χριστόν ενδυσάμενος, τον καινόν ενδέδυται άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα˙ μόνος γαρ ούτος ως αληθώς καινός κυρίως ονομάζεται άνθρωπος, ός ουχί δια των γνωρίμων τε και συνήθως της φύσεως οδών εν τω των ανθρώπων εφάνη βίω, άλλ’ εξηλλαγμένη τις και ιδιάζουσα επί μόνου τούτου εκαινοτομήθη η κτίσις» (Λόγ. Γ΄κατ’ Ευνομίου τόμω β).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ως άνθρωπος υπάρχω, ουσία ού φαντασία, ούτω Θεός τω τρόπω της αντιδόσεως, η φύσις η ενωθείσά μοι˙ Χριστόν ένα, διο με γνώτε, τα εξ ών εν οίς, άπερ πέφυκα σώζοντα.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Πολλοί κακόδοξοι και αιρετικοί επεχείρησαν να μολύνουν, όσον εκ μέρους των, την κοσμοσωτήριον Οικονομίαν του Θεού Λόγου˙ άλλοι μεν γαρ εβλασφήμησαν, ότι ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβεν ανθρωπότητα αληθή και κατ’ ουσίαν, αλλά κατά φαντασίαν˙ των οποίων αρχηγός ήτον ο δυστυχής Ευτυχής ο Μονοφυσίτης˙ άλλοι δε εβλασφήμουν, ότι η προσσληφθείσα ανθρωπότης υπό του Θεού Λόγου δεν εθεώθη ευθύς εν τη προσλήψει, ούτε έγινεν, όπερ το χρίσαν , ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ των οποίων αρχηγός εστάθη ο άνους Απολινάριος˙ και άλλοι εφρόνουν δύο Υιούς, ένα τον εκ Πατρός γεννηθέντα, και άλλον τον εκ Μαρίας γεννηθέντα˙ των οποίων αρχηγός εστάθη ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος.

Ταύτας λοιπόν τας αιρέσεις θέλων να ανατρέψη και να καταστρέψη ο Ιεράρχης Κοσμάς, δεν εισάγει τον εαυτό του αντιλέγοντα με τους ανωτέρω αιρετικούς, ουδέ τον δείνα Απόστολον, ή τον δείνα Διδάσκαλον, ή τον δείνα Προφήτην, άλλ’ αυτόν εισάγει τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, ούτω περί εαυτού θεολογούντα και λέγοντα˙ ώ άνθρωποι , καθώς αληθώς κατ’ ουσίαν, και ουχί κατά φαντασίαν προσέλαβον την ανθρωπίνην φύσιν, και άνθρωπος αληθής υπάρχω˙ ούτω και ταύτην την προσληφθείσαν υπ’ εμού και ενωθείσάν μοι φύσιν την ανθρωπίνην εν αληθεία εθέωσα κατά τον τρόπον της αντιδόσεως: ήτοι λαβών εγώ καθ’ υπόστασιν το κτιστόν και παθητόν της ανθρωπίνης φύσεως, αντέδωκα δικαίως την θέωσιν εις αυτήν˙ τρόπος γαρ αντιδόσεως εστί, κατά τον εκ Δαμασκού Ιωάννην, εκατέρας φύσεως της εν Χριστώ αντιδιδούσης τα ετέρα τα ίδια, δια την της υποστάσεως ταυτότητα, και την εις αλλήλας των φύσεων ασύγχυτον περιχώρησιν˙ όθεν κατά τούτον τον τρόπον Θεός παθητός ο Χριστός ονομάζεται, και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος, καθό δηλαδή δέχεται τα της παθητής φύσεως ιδιώματα της υποστατικώς συνούσης αυτώ˙ και πάλιν , εκ του εναντίου, παιδίον λέγεται προαιώνιον, και άνθρωπος άναρχος, καθότι σύνθετος ών ο Χριστός εκ δύο φύσεων Θεότητός τε και ανθρωπότητος, ποτέ μεν εκ των θεοπρεπών αυχημάτων, ποτέ δε εκ των ανθρωποπρεπών και ταπεινών ιδιωμάτων ονομάζεται.

Επιφέρει δε ο Μελωδός τον Κύριον λέγοντα˙ δια τούτο, ώ άνθρωποι, γνωρίσατέ με ένα Χριστόν, κατά την υπόστασιν δηλαδή και το πρόσωπον, μη διαιρούμενον εις δύο Υιούς, σώζοντα δε τας δύο φύσεις, Θεότητα δηλαδή και ανθρωπότητα ολοκληρότατα και ακεραιότατα συν πάσαις ταις φυσικαίς αυτών ενεργείαις και ιδιώμασιν, εξ ών φύσεων, και εν αίς φύσεσι, μάλλον δε και ακριβέστερον ειπείν, άπερ (ήτοι αύται αι δύο φύσεις) εγώ ειμί ο Χριστός. Είπον δε μάλλον και ακριβέστερον το τρίτον, διότι, κατά τον Θεόδωρον, το πρώτον: ήτοι το, Εξ ών δεν είναι τόσον ακριβές˙ εί γαρ και λέγεται ο Θεάνθρωπος , ότι εκ των δύο πέφυκε φύσεων, ως παρά τω Θεολόγω Γρηγορίω γράφεται˙ «Προελθών δε Θεός μετά της προσλήψεως, εν εκ δύο των εναντίων σαρκός και πνεύματος, ών το μεν εθέωσε, το δε εθεώθη» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν»˙ άλλ΄όμως δεν είναι πάντη προσφυές το λέγειν ούτω περί Χριστού˙ καθότι ο λέγων ότι ο Χριστός πέφυκεν εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, φαίνεται ότι έννοιαν ύλης και είδους εισάγει, και υπονοείται ότι δοξάζει τον Χριστόν ότι συνίσταται εξ ύλης μεν της ανθρωπότητος, έξ είδους δε της Θεότητος˙ τούτο δε είναι ανάξιον να νοήται επί Χριστού˙ επειδή ο προσληφθείς υπό του Σωτήρος ολόκληρος άνθρωπος, ο εκ σώματος και νου και ψυχής, δεν ήτον ως ύλη ανείδεος, άλλ’ ούτε η Θεότης ήτον τοιούτον είδος, ώστε να μορφώση την τοιαύτην ύλην.

Δεύτερον δε λέγεται Εν οίς, ήγουν ότι εν ταις δύο φύσεσι πέφυκεν ο Χριστός˙ άλλ’ όμως ουδέ αυτό έχεται ακριβείας˙ καθότι ο λέγων τούτο έννοιαν εισάγει μέρους και όλου˙ εν τοις μέρεσι γαρ το όλον εστίν˙ ού γαρ ως όλον μεν εστίν ο Θεάνθρωπος Χριστός , ως μέρη δε αυτού η Θεότης και η ανθρωπότης, ίνα δώσωμεν ότι εν αυτοίς θεωρείται. Τι δε ασεβέστερον το να μερικεύση τινάς την άπειρον Θεότητα; Οικειότερον λοιπόν και ακριβέστερον είναι, όταν περί των δύο φύσεων του Χριστού θεολογώμεν, να αφίνωμεν το, Εξ ών, και το, Εν οίς, να προτιμώμεν δε το Ά˙ διότι, αν και εκείνα φαίνωνται ότι ελέχθησαν και λέγονται ευσεβώς υπό πολλών Θεολόγων, ήγουν, ότι ο Χριστός πέφυκεν εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, και ότι ο Χριστός θεωρείται εν Θεότητι και ανθρωπότητι˙ μ΄όλον τούτο ακριβέστερον είναι να λέγωμεν ότι ο Χριστός δύο φύσεις εστί, Θεός δηλαδή και άνθρωπος˙ όθεν και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπεν˙ «Αι δύο φύσεις, εις εστι Χριστός, και ο εις Χριστός, δύο φύσεις εστί» (Βιβλ. γ΄κεφ. ιδ΄)50

50. Σημειούμεν δε και τούτο μετά του αυτού Δαμασκηνού. «Όταν ημείς λέγωμεν, ή ακούωμεν άλλων λεγόντων ότι ο Χριστός εκ Θεότητός εστί και ανθρωπότητος, ού δεί εννοείν αυτόν εξ ετέρων έτερον, ώσπερ εκ ψυχής και σώματος άνθρωπον , ή ως εκ τεσσάρων στοιχείων σώμα, άλλ’ έξ ετέρων τον αυτόν˙ εκ Θεότητος γαρ και ανθρωπότητος Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν και είναι και λέγεσθαι εκ δύο τε και εν δυσίν ομολογούμεν φύσεσιν(Βιβλ. γ΄κεφ. γ’ ) . Ομοίως και όταν λέγωμεν ότι ο Χριστός θεωρείται και γινώσκεται εν Θεότητι και ανθρωπότητι, ουχί εν ετέροις έτερον νοούμεν αυτόν, άλλ’ ετέροις τον αυτόν˙ και ούτως επ’ αυτού και ταύτα οικείως λέγονται». Μολοντούτο και οικειότερον, ως είπομεν, και ακριβέστερον είναι το τρίτον.

ερανίσθη δε τα τρία ταύτα ο Μελωδός από τον πολύν εν Θεολογία Γρηγόριον και εμιμήθη αυτόν˙ καθώς γαρ εκείνος θεολογών περί των τριών υποστάσεων της μακαρίας Τριάδος και της μιας τούτων Θεότητος, είπεν˙ «Έν γαρ εν τρισίν (υποστάσεσι δηλ.) η Θεότης, και τα τρία έν, τα εν οίς η θεότης, ή το γε ακριβέστερον ειπείν, ά η Θεότης» (Λόγ. εις τα φώτα), ούτω και ο θείος Κοσμάς εδώ περί των δύο φύσεων του Χριστού Θεολογών, «Έξ ών, και εν οίς, άπερ πέφυκα», είπε, το, Άπερ, του, Έξ ών, και του, εν οίς, δείχνων ακριβέστερον. Και εν τη πρώτη δε επιστολή τη προς Κληδόνιον ούτω γράφει ο ανωτέρω Θεολόγος˙ «Και εί δεί συντόμως ειπείν, άλλο μεν και άλλο τα, έξ ων ο Σωτήρ (ήτοι δύο αι φύσεις εισίν αυτού), είπερ μη ταυτόν το αόρατον τω ορατώ , και το άχρονον τω υπό χρόνον˙ ούκ άλλος δε και άλλος˙ μη γένοιτο! (ήτοι ουχί δύο υποστάσεις και πρόσωπα) τα γαρ αμφότερα εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος˙ ή πως αν τις ονομάσειεν».

Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα Κανόνα να προετιμαζώμεθα με την προσοχήν του νοός, με την αποστροφήν των πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, με την αποχήν του μίσους και της μνησικακίας, με το καθαρόν συνειδός, με την κατά δύναμιν νηστείαν και εγκράτειαν, και με την εξαγόρευσιν των κρυπτών˙ και ούτω δια της τοιαύτης προετοιμασίας να πλησιάζωμεν εις τα θεία Μυστήρια και να μεταλαμβάνωμεν του μυστικού Δείπνου, καθώς όλος ούτος ο Κανών περί τούτου, ως επί το πλείστον, διαλαμβάνει. Άμπτοτε κανείς από ημάς να μη φανή μιμητής του προδότου Ιούδα, θανασίμους μεν αμαρτίας ποιών, έπειτα δε τολμών να κοινωνή αναξίως το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Ουαί και αλλοίμονον εις τον τοιούτον!

Ότι αυτός δεν φωτίζεται από τα φωτουργικά Μυστήρια, αλλά μάλλον σκοτίζεται και καταφλέγεται˙ αυτός δεν λαμβάνει άφεσιν των αμαρτιών, αλλά μάλιστα κατάκρισιν και καταδίκην, καθώς ο Παύλος βοά˙ «Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως (το σώμα και αίμα του Κυρίου) κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (α΄Κορ. ια΄29).

Όθεν είπε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος˙ «Εί γαρ χωρίς εξομολογήσεως και της επακολουθούσης μετανοίας, ουδέ ρημάτων θείων άξιός τις έσται προς υποδοχήν˙ πώς αίμα Χριστού και σώμα δέξαιτ’ αν τις εν εαυτώ μη δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας αναλόγου τοις πταίσμασι προκαθαρθείς; Εί γαρ ανατείναι προς Χριστόν τας χείρας και εύξασθαι ουκ ένι, μη καθαρός έχοντι ταύτας από αμαρτίας, μηδέ προαποθεμένω μίσος άπαν και τους εκ τούτου διαλογισμούς˙ μηδέ τούτο δείκνυσιν ο Παύλος, «Βούλομαι, λέγων, εν παντί τόπω εύχεσθαι υμάς, επαίροντας οσίους χείρας χωρίς οργής και διαλογισμών», πώς εν ημίν αυτοίς, σχώμεν τον Θεόν, και σύσσωμοι αυτώ γενώμεθα μη προαποθέμενοι τας αμαρτίας δι’ εξομολογήσεως, μηδέ τον εξ αυτών προσγενόμενον ρύπον τη ψυχή ελεημοσύνη και αγνεία και εγκρατεία προσευχή τε και κατανύξει, και τοις άλλοις της μετανοίας έργοις προκαθάραντες;» Όχι μόνον δε με τα τοιαύτα πρέπει να καθαριζώμεθα προ της μεταλήψεως, αλλά και μετά την μετάληψιν πρέπει να προσέχωμεν εις τον εαυτόν μας, και να φυλαττώμεθα, καθώς λέγει ο αυτός Γρηγόριος˙ «Δια τούτο μη Μόνον προκαθαιρώμεθα, αλλά και μετά το τυχείν του θείου τούτου δώρου προσέχωμεν εαυτοίς, και πολλήν επιδειξώμεθα την φυλακήν, ώστε μένειν των παθών ανώτεροι, και τας αρετάς καταγγέλειν κατά ενοικήσαι ευδοκήσαντος ημίν εκ της εν ημίν επιφαινομένης κατά ταύτας προς αυτόν ομοιότητος» (Λόγ. Περί Θείων Μυστηρίων).

Άμποτε δε και να φωτισθώμεν υπό της θείας χάριτος, δια να εννοήσωμεν τα θεοπρεπή και υψηλά και Θεολογικά νοήματα όπου περιέχονται εν τοι Τροπαρίοις τούτοις, καθώς ταύτα φανερώνονται, όσον το δυνατόν, εν τη κατά μέρος ενός εκάστου εξηγήσει˙ ίνα κεκαθαρμένοι όντες δια Πράξεως, και πεφωτισμένοι δια Θεωρίας ενωθώμεν Χριστώ τω Θεώ τω υπέρ της σωτηρίας ημών ερχομένω εις το εκούσιον πάθος, και εις τον Σταυρόν και εις τον θάνατον˙ ώ η δόξα και το κράτος σύν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

Από το βιβλίο «Εορτοδρόμιον», του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου. εκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» (τόμος Β΄, σελ. 127-175)

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Ε ρ μ η ν ε ί α ε ι ς τ ο ν Κ α ν ό ν α

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ

Ποίημα όντα του Αγίου Κοσμά,

και πρώτον εις την ακροστιχίδα.

Ακροστιχίς.

Τη μακρά Πέμπτη μακρόν ύμνον εξάδω.

Ποίος είναι ο σκοπός της παρούσης Ακροστιχίδος, καθένας δύναται να τον εννοήση˙ επειδή γαρ ο Ιερός Μελωδός εις μεν την μεγάλην Δευτέραν και Τρίτην και Τετράδα έγραψε Τριώδια και Διώδια, εις δε την μεγάλην ταύτην Πέμπτην ολόκληρον Κανόνα, μακρόν ωνόμασε. Διατί δε εις μεν τας άλλας ημέρας: ήτοι εις την μεγάλην Δευτέραν και Τρίτην και Τετράδα μικρά μέλη εσύνθεσεν ο Ποιητής: τουτέστι Τριώδια και Διώδια, εις ταύτην δε ολόκληρον και μακρόν Κανόνα εσύνθεσεν; Επειδή εκείναι μεν είναι μέρος των νηστίμων ημερών, και ουδέ τελεία λειτουργία γίνεται εις αυτάς, αλλά μόνον προηγιασμένη˙ όθεν, καθώς αι άλλαι νήστιμοι ημέραι της τεσσαρακοστής με Τριώδια ετιμήθησαν από τους Ιερούς Ποιητάς, Θεόδωρον, λέγω, τον Στουδίτην, και τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ τον αυτάδελφόν του˙ ούτως ακολούθως και αι ημέραι αυταί, ως νήστιμοι ούσαι, με Τριώδια μόνον ετιμήθησαν από τον Ιεράρχην Κοσμάν˙ η δε μεγάλη Πέμπτη, ως ανωτέρα ούσα των νηστίμων ημερών και συναριθμουμένη με τας εορτασίμους (διότι, καθώς γίνεται εις εκείνας τελεία λειτουργία, ούτω γίνεται και εις αυτήν), δια ταύτα, λέγω, τα προνόμια ετιμήθη αυτή με Κανόνα ολόκληρον˙ ή και επειδή κατά την μεγάλην Πέμπτην έγινεν ο μυστικός Δείπνος και ο θείος Νιπτήρ, τα οποία έχουν μεγάλην ύλην, ήτις δεν εχώρει εις ενός Τριωδίου στενότητα. Δια τούτο ολόκληρον Κανόνα εμελώδησεν ο Ποιητής, ίνα έχη ευρυχωρίαν και περιλάβη εν αυτώ άπαντα τα της εορτής, και ουδέν αφήση αυτής αμελώδητον.

Περί δε του μέτρου των ποδών του Ιαμβικού στίχου της ακροστιχίδος αμφιβολίαν έχουσιν οι Γραμματικοί˙ άλλοι μεν γαρ κατηγορούσιν ως άτεχνον τον Ίαμβον τούτον˙ καθότι επί μεν του δευτέρου, ήγουν του, κρα και πεμ, μεταχειρίζεται ως βραχύ το κρα, το οποίον είναι φύσει μακρόν˙ επί δε του έκτου ποδός του, άδω, μεταχειρίζεται ως βραχύ το α, το οποίον είναι μακρόν˙ και ούτω ποιεί και τους δύο αυτούς πόδας Σπονδείους και ουχί Ιάμβους˙ το οποίον είναι παρά τους Κανόνας των Ιαμβικών στίχων, εις τους οποίους ουδέποτε γίνεται Σπονδείος ο δεύτερος πους και ο έκτος, αλλά, ή Ιαμβικός, ή Πυρρίχιος. Άλλοι δε πάλιν, εκ των οποίων είναι και ο Θεόδωρος, υπεραπολογούνται του Ποιητού και λέγουσιν ότι τούτο εποίησε κατά ποιητικήν αδείαν.

Καθώς γαρ ο Ποιητής Όμηρος και Θεόκριτος Σικελιώτης ο Βουκολικός μεταχειρίζονται τα μακρά ως βραχέα, και τα βραχέα ως μακρά˙ ούτω και ο Ιερός Κοσμάς, Ποιητής ών, είχε την άδειαν να μεταχειρισθή τα δύο ταύτα μακρά: ήτοι το, κρα και το α, αντί βραχέων εμεταχειρίσθη δε ταύτα ούτω, διότι έλαβεν ανάγκην να περιλάβη εν τω Ιάμβω τούτω αυτό το νόημα, ήγουν «Την μεγάλην Πέμπτην δια μεγάλου ύμνου τιμώ»˙ και επειδή έβλεπεν ότι ήτον δύσκολον να περιλάβη και το νόημα ολόκληρον, να φυλάξη και την ακρίβειαν του μέτρου, δια τούτο επροτίμησε το μεγαλύτερον, και εκαταφρόνησε το μικρότερον: ήτοι την ακρίβειαν του μέτρου. Άλλως τε δε και του άδω το ά δύναται βραχύ γενέσθαι, αποβληθέντος του υπογεγραμμένου ι του διφθογγούντος αυτό και μακρόν ποιούντος˙ ούτω γαρ και επί του αεί, του ι αποβαλλομένου, βραχύνεται το α, καθώς η χρήσις τούτου πλεισταχού ευρίσκεται παρά τοις Μετρικοίς.

Ωδή α΄ Ήχος Πλ. β΄. Ο Ειρμός.

Τμηθείση τμάται, πόντος ερυθρός, κυματοτρόφος δε ξηραίνεται βυθός, ο αυτός ομού αόπλοις γεγονώς βατός και πανοπλίταις τάφος. Ωδή δε θεοτερπής ανεμέλπετο˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το θαύμα της ερυθράς θαλάσσης αναφέρει ο Ιερός Μελωδός εν τω Ειρμώ τούτω της πρώτης Ωδής, καθώς είναι σύνηθες τοις Ασματογράφοις να αναφέρουσιν αυτό εις τον Ειρμόν της πρώτης Ωδής. Διηγείται λοιπόν το θαύμα, ούτω λέγων˙ το άκοπον πέλαγος της ερυθράς θαλάσσης εκόπη με την τμηθείσαν, ήγουν με την ράβδον του Μωϋσέως, ήτις εκόπη από δένδρον˙ εκ των δένδρων γαρ και φυτών αι ράβδοι κόπτονται και κατασκευάζονται. Το μεν πέλαγος λοιπόν της ερυθράς, το έως τότε άκοπον όν και αδιαίρετον, τότε εκόπη και εδιαιρέθη˙ το δε βάθος της θαλάσσης όπου εγέννα πάντοτε κύματα, αυτό εξηράνθη και έγινε στερεά, με το να εχωρίσθη το νερόν και εστάθη τείχος εκ δεξιών και τείχος έξ ευωνύμων, ως γέγραπται (Εξ. ιδ΄) ˙ όθεν το αυτό βάθος της θαλάσσης με τον χωρισμόν του νερού και με την ξηρότητα έγινεν εις μεν τους Ισραηλίτας όπου δεν είχον άρματα στράτα στερεά, ήτις επεριπατήθη από τους πόδας εκείνων, εις δε τους αρματωμένους Αιγυπτίους έγινε τάφος˙ εγύρισε γαρ το νερόν οπίσω και κατεπόντισεν αυτούς. Νοείται δε ο Ειρμός ούτος και εις την άχραντον σάρκα του Θεανθρώπου Λόγου και εις το πάθος εκείνης˙ δια μέσου γαρ της τμηθείσης, ήγουν παθούσης και σταυρωθείσης θεοϋποστάτου σαρκός του Κυρίου υπό της ράβδου του Σταυρού ετμήθη και εδιαιρέθη ο κόκκινος και αιματώδης πόντος της αμαρτίας, και ο του θανάτου βυθός εχωρίσθη˙ και εις μεν τους ευσεβείς ημάς έγινεν ευκολοδιάβατος, εις δε τους Αιγυπτίους Δαίμονας έγινε τάφος και αφανισμός και απώλεια. Σημειούμεν δε τοις αναγινώσκουσιν ότι εν πολλαίς εκδόσεσιν αντί του, Τμηθείση, γράφεται Τμηθείς˙ όπερ εσφαλμένον εστί προφανώς.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Η πανταιτία, και παρεκτική ζωής, η άπειρος σοφία του Θεού ωκοδόμησε τον οίκο εαυτής, αγνής εξ απειράνδρου μητρός˙ ναόν γαρ σωματικόν περιθέμενος, ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Ο σοφός Σωλομών επειδή εζήτησε σοφίαν και γνώσιν από τον Θεόν και έλαβεν αυτήν περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, όσοι απ’ αιώνος εστάθηκαν εις τον κόσμον, ως το λέγει μόνος, δια τούτο εις όλα τα συγγράμματά του επαινεί, την αυτήν σοφίαν, και τα έργα αυτής ανακηρύττει, και την πολλήν ωφέλειαν όπου προξενεί εις την παρούσαν ζωήν˙ ηξεύρουσι τούτο εκείνοι όπου εδοκίμασαν δια της αναγνώσεως τα βιβλία του. Εκείνο όμως το ρητόν όπου λέγει εις τας Παροιμίας «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπήρεισε στύλους επτά˙ έσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν˙ απέστειλε τους εαυτής δούλους συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα λέγουσα˙ έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, όν κεκέρακα ημίν» (Παρ. θ’ 35), τούτο, λέγω, το ρητόν δεν παραδέχονται οι θείοι Πατέρες, μάλιστα δε ο Θεολόγος Γρηγόριος (Λόγω β’ περί Υιού), και ο Νύσσης (Λόγω γ΄ κατ’ Ευνομίου) να λέγεται περί της κάτω και της εν τοις κτίσμασιν ενθεωρουμένης σοφίας, ήτις είναι ενέργεια μεν ουσιώδης Θεού, ανυπόστατος δε και ούκ ουσία 35 , αλλά περί της ενυποστάτου και πρώτης και παντουργού των όλων Σοφίας, ήτις είναι αυτός ο Μονογενής Υιός του Θεού, και δι’ αυτήν ισχυρίζονται ότι προφητεύονται ταύτα.

Όθεν και ο πολύς τα θεία και Ιεράρχης ούτος Κοσμάς, ακολουθών εις τους αυτούς θείους Πατέρας, ερανίσθη το ανωτέρω του Σολομώντος ρητόν, και προσαρμόζει τούτο ευφυώς εις την παρούσαν ημέραν, κατά την οποίαν η αληθινή και άπειρος Σοφία του Θεού: ήτοι ο Μονογενής Υιός του Πατρός, ετέλεσε τον μυστικόν Δείπνον, και μεταδίδει εις τους πιστούς το Πανάγιον σώμα και αίμά του, και με αυτά τρέφει τας ψυχάς αυτών και τα σώματα.

35. Απορίας άξιον είναι, διατί οι μέν άλλοι Πατέρες και Θεολόγοι μίαν μεν ουσίαν επί Θεού δογματίζουσι και τρείς υποστάσεις, τας δε του Θεού ενεργείας ούτε ουσίας λέγουσιν ούτε ενυποστάτους; Ο δε θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης εν τω προς τον Αίνου λόγω ουσίας ταύτας ονομάζει; Ούτω γαρ επί λέξεως φησί˙ (Και μην κατά τον πολύν όντως και πνευματοκίνητον νούν των Ιερών Πατέρων, φαίη αν τις και ουσίαν ευσεβώς εκάστην των του Θεού ενεργειών». Τι ούν να ειπούμεν εις λύσιν της απορίας και συμβιβασμόν των Ιερών Θεολόγων; Ή ότι οι μεν άλλοι Θεολόγοι δεν είπον ουσίας τας του Θεού ενεργείας, συγκρίνοντες αυτάς με την υπερούσιον ουσίαν του Θεού, εξ ής πηγάζουσιν, αύται, ως ενέργειαι αυτής ουσιώδεις και αχώριστοι˙ ο δε θείος Γρηγόριος συγκρίνει τας ενεργείας ταύτας, ουχί με την μίαν υπερούσιον ουσίαν του Θεού, εξ ής πηγάζουσιν, αλλά με τα κτίσματα τα των θείων ενεργειών αποτελέσματα˙ εί γαρ τα κτίσματα ουσίαι εισί τε και λέγονται, πόσω μάλλον αι του Θεού ενέργειαι αι των κτισμάτων ουσιοποιοί; Ίσως δε ουσίας λέγει τας του Θεού ενεργείας, και ως ουσιώδεις και αχωρίστους της θείας ουσίας˙ καθότι και τα ουσιώδη ουσίαι λέγονται, και τα φυσικά, φύσις, ως λέγομεν «Φύσις τω Θεώ η αγαθότης», (ήτοι φυσική).

Βλέπε δε, ώ αναγνώστα, την σοφίαν του Ιερού Μελωδού˙ επειδή γαρ το ανωτέρω του Σολομώντος ρητόν ήτον πλατύ, και δεν εδύνετο να περιληφθή εις ένα μόνον Τροπάριον ή και δύο, δια τούτο εμοίρασεν αυτό επιτηδείως εις πολλά και διάφορα μερίδια˙ ευθύς γαρ εις το παρόν Τροπάριον αναφέρει τον λόγον τούτον μόνον «Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον», και ούτω λέγει˙ η δημιουργική και συνεκτική πάντων των κτισμάτων αιτία, η παρέχουσα ζωήν εις όλα τα κτίσματα τα ζωής μετέχοντα, και η άπειρος κατά την αρχήν και το τέλος του χρόνου Σοφία (άναρχος γαρ εστί) κατά χρόνον και ατελεύτητος) αύτη, λέγω, η ενυπόστατος Σοφία του Πατρός, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, έκτισε τον ιδικόν της οίκον, τουτέστι το άχραντον σώμα, το οποίον προσέλαβεν εκ των παναχράντων αιμάτων της καθαρωτάτης και απειράνδρου Μητρός του.

Είτα, επειδή οίκον ωνόμασε το θεοϋπόστατον σώμα του Κυρίου, κατά την ρήσιν του Σολομώντος, και εστοχάσθη ότι δεν λέγεται κυρίως επί του Θεού το της οικίας όνομα, των ανθρώπων γαρ είναι ίδιον να κατοικούν τας οικίας˙ ο δε Θεός, αν και δοθή ότι κατοικεί, εις ναόν όμως, και όχι εις οίκον απλώς κατοικεί˙ επειδή, λέγω, το θεοϋπόστατον σώμα οίκον ωνόμασεν ο Μελωδός, τούτου χάριν εκείνο όπου ανωτέρω ωνόμασεν οίκον, ναόν κατωτέρω ονομάζει, ακολουθήσας τω Κυρίω˙ τω λέγοντι περί του ιδικού του σώματος˙ «Δύναμαι καταλύσαι τον ναόν του Θεού, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν˙ τούτο γαρ έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού»36 (Ιω. β’ 19-21). Δια τούτο και λέγει ο Ασματογράφος, ότι ναόν σωματικόν περιθέμενος: ήτοι σάρκα φορέσας Χριστός ο Θεός ημών, ενδόξως δεδόξασται εν αυτώ˙ ούτω γαρ έλεγον και οι τρείς θεολόγοι Παίδες˙ «Ευλογημένος εί εν τω ναώ της αγίας δόξης σου» (ήγουν εν τω ανθρωπίνω προσλήμματι, το οποίον εναοποιήθη με την δεδοξασμένην σου Θεότητα).

36. Αυτολεξεί ο στίχος είναι˙ «Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν (στίχ. 19)˙ εκείνος δε έλεγε περί του ναού του σώματος αυτού» (στίχ. 21).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μυσταγωγούσα, φίλους εαυτής, την ψυχοτρόφον ετοιμάζει τράπεζαν, αμβροσίας δε η όντως σοφία Θεού˙ κιρνά κρατήρα πιστοίς. Προσέλθωμεν ευσεβώς και βοήσωμεν˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Εις μεν το ανωτέρω Τροπάριον έδειξεν ο Μελωδός την ενυπόστατον του Θεού Σοφίαν οικοδομούσαν εις τον εαυτόν της οίκον˙ τώρα δε εις το παρόν δείχνει την αυτήν Σοφίαν ετοιμάζουσαν την ιδικήν της τράπεζαν, ακολουθών εις τα λόγια του Σολομώντος, τα οποία ανωτέρω ερρέθησαν˙ δια τούτο και λέγει ότι η αληθινή και ενυπόστατος Σοφία του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ετοιμάζει την ιδικήν του τράπεζαν την τρέφουσαν τας ψυχάς των πιστών˙ και τον μεν άρτον αυτής: ήτοι το Πανάγιον αυτού σώμα προτίθεται εις φαγητόν˙ το δε ζωηρόν και άχραντον αυτού αίμα, τον αληθινόν της αμβροσίας (ήτοι αθανασίας) κρατήρα (ήτοι ποτήριον) προχέει εις πόσιν των πιστών Χριστιανών.

Διατί δε ετοιμάζει ο Κύριος την ψυχοτρόφον ταύτην τράπεζαν; Δια να μυσταγωγήση τους ιδικούς του φίλους και μαθητάς, τουτέστι να αναβιβάση αυτούς εις μυστικωτέραν θεωρίαν και γνώσιν δια μέσου των ορωμένων συμβεβηκότων των Μυστηρίων. Ή δεν είναι έργον μυσταγωγίας της άκρας και ανωτάτω το να δίδη μεν εις τους μαθητάς του άρτον ο Κύριος , να λέγη δε εις αυτούς «Τούτό εστι το σώμα μου»; Ομοίως και το να δίδη μεν εις αυτούς οίνον να πίωσι, να λέγη δε «Τούτο εστί το αίμά μου;» Ναι βεβαιότατα. Λοιπόν ας πλησιάσωμεν και ημείς όσοι δεν έχομεν κανένα εμπόδιον από τους ιερούς Κανόνας εις την τοιαύτην ψυχοτρόφον τράπεζαν, την οποίαν μας ητοίμασεν η αληθής Σοφία του Θεού, ο ημέτερος Σωτήρ και γλυκύς και πράγμα και όνομα Ιησούς Χριστός˙ ας πλησιάσωμεν δε ευσεβώς και μετά πίστεως, και όχι, ως ο Ιούδας, ασεβώς και απίστως, και άς φωνάξωμεν˙ ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών.

Λέγει δε και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος˙ «Ποιήσωμεν ούν ημάς αυτούς αξίους δια της μετανοίας, μάλλον δε, προσενέγκωμεν ημάς αυτούς δια των έργων της μετανοίας τω δυναμένω ποιείν αξίους έξ αναξίων˙ και ούτω μετ’ ελπίδος και πίστεως ακαταισχύντου προσέλθωμεν σκοπιούντες ού το ορώμενον απλώς αλλά τα μη ορώμενα˙ ο γαρ άρτος ούτος οιόν τι καταπέτασμά εστιν ένδον κρύπτον την Θεότητα˙ και τούτο δηλών ο θείος Παύλος, έλεγεν ότι ανεκαίνισεν ημίν οδόν πρόσφατον και ζώσαν δια του καταπετάσματος, τουτέστι της σαρκός αυτού, και δι’ αυτής το πολίτευμα ημών εις Ουρανούς ανάγεται˙ εκεί γαρ ο άρτος ούτος˙ και εισερχόμεθα εις τα όντως άγια των αγίων δια της εν αγνεία προσφοράς του σώματος του Χριστού. Προσερχώμεθα ούν, αδελφοί, μετά αληθινής καρδίας εν πληροφορία πίστεως˙ Μυστήρια γαρ δια τούτο λέγεται, επεί ού το ορώμενόν εστιν απλώς, αλλά πνευματικόν τι και απόρρητον, και ό γαρ είπεν ο Κύριος, ότι το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν, η σάρξ ούκ ωφέλει ουδέν. Εάν προς το φαινόμενον μόνον βλέπης, ουδέν ωφελήθης˙ εάν δε προς το Πνεύμα, δηλαδή πνευματικόν αυτόν τον προκείμενον οράς άρτον, ζωοποιηθήση μετασχών. Διο προκαθαρθώμεν, αδελφοί, και σώμα και στόμα και διάνοιαν, και εν αγαθή και καθαρά συνειδήσει προσέλθωμεν. Εί γαρ χαλκείς και χαλκοτύποι και χρυσοχόοι περιτήκοντες χαλκώ, χρυσόν, ή άργυρον, ήτοι των τοιούτων, και μέλλοντες ήδη δια του γαννώματος το άνθος περιτιθέναι της ευχροίας, πρότερον αποξέουσι, πάντα ρύπον εκκαθαίροντες˙ πόσω μάλλον ημάς χρή, κρειττόνως μέλλοντας χρυσούσθαι, μάλλον δε θεούσθαι, προκαθαίρειν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος; Ού γαρ την επιφάνειαν λαμπρυνόμεθα μόνην, ως ο γεγγαννωμένος χαλκός, αλλά και τα ένδον άπαντα˙ ώστε και τους εν τω βάθει της ψυχής σπίλους προαπονιψάμενοι, προσέλθωμεν˙ ούτω γαρ προσελευσόμεθα εις σωτηρίαν» (Ομιλία περί θείων Μυστηρίων εκφωνηθείσα προ τεσσάρων ημερών της Χριστού Γεννήσεως).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ακουτισθώμεν, πάντες οι πιστοί, συγκαλουμένης υψηλώ κηρύγματι, της ακτίστου και εμφύτου σοφίας του Θεού˙ βοά γαρ γεύσασθε, και γνόντες ότι χρηστός εγώ κράξατε˙ ενδόξως δεδόξασται, Χριστός ο Θεός ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και εις τούτο το Τροπάριον αναφέρει την ρήσιν του Σολομώντος ο θαυμάσιος Μελωδός, την οποίαν εκείνος εφιλοσόφησε δια την ενυπόστατον Σοφίαν του Θεού˙ όθεν ερανισθείς εκείνην μόνην την περικοπήν την λέγουσαν «Απέστειλε τους εαυτής δούλους, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα» (Σοφ. θ’ 3) είτα γυρίσας προς τον λαόν, ούτω λέγει˙ άς ακούσωμεν όλοι οι πιστοί Χριστιανοί την άκτιστον και έμφυτον Σοφίαν του Θεού: ήτοι τον Μονογενή αυτού Υιόν, ο οποίος συγκαλεί ημάς εις το πνευματικόν και αθάνατον των θείων Μυστηρίων συμπόσιον˙ φωνάζει γαρ ως από κανένα υψηλόν και περίοπτον τόπον και λέγει˙ γεύσασθε τα παρ’ εμού προτιθέμενα πνευματικά φαγητά και πιοτά, και γνωρίσαντες από την γεύσιν και πείραν πόσον εγώ είμαι χρηστός και γλυκύς, κράξατε˙ ενδόξως δεδόξασται Χριστός ο Θεός ημών. Ερανίσθη δε το ανωτέρω ρητόν από τον ψαλμογράφον Δαβίδ λέγοντα˙ «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλ. λγ’ 9).

Είπε δε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος˙ «Ώ του θαύματος! Βαβαί του μεγέθους της αγάπης, ήν εφ’ ημάς πλουσίως ο Θεός εξέχεεν! Ανεγέννησεν ημάς τω Πνεύματι, και εν Πνεύμα μετ’ αυτού γεγόναμεν, καθάπερ ο Παύλος φησίν˙ «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν Πνεύμα εστίν. Ίν’ ούν μη κατά Πνεύμα μόνον, αλλά και κατά το σώμα εν ώμεν μετ’ εκείνου, σάρξ εκ της σαρκός αυτού και οστούν εκ των οστών αυτού, την δια του άρτου τούτου προς αυτόν συνάφειαν ημίν εχαρίσατο. Εκεί μεν ούν προσκολληθήσεται, (ο ανήρ και η γυνή), φησίν, εις σάρκα μίαν, άλλ’ ουχί και Πνεύμα έν˙ ημείς δε ού προσκολλώμεθα μόνον, αλλά και ανακιρνώμεθα τω του Χριστού σώματι δια της μεταλήψεως του θείου τούτου άρτου˙ και ού σώμα μόνον εν γινόμεθα, αλλά και Πνεύμα έν. Οράς ότι το υπερβάλλον μέγεθος της εις ημάς αγάπης του Θεού δια της μεταδόσεως του άρτου και του ποτηρίου τούτου και γίνεται και δείκνυται;» Και πάλιν˙ «Συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην δια της μεταλήψεως τούτου του αίματος εις μίαν σάρκα μεθ’ ημών γενόμενος˙ αλλά και Πατήρ ημών εγένετο δια του θείου κατ’ αυτόν Βαπτίσματος, και τρέφει μαστοίς οικείοις, ως υπομάζια βρέφη Μήτηρ φιλόστοργος˙ και το μείζον έτι και παραδοξότερον, ως ούχ αίματι μόνον αντί γάλακτος, αλλά και τω ιδίω σώματι˙ ουδέ τω σώματι μόνον, αλλά και τω Πνεύματι» (Λόγος περί Θείων Μυστηρίων).

Ωδή γ’. Ο Ειρμός.

Κύριος ών πάντων, και κτίστης Θεός, το κτιστόν ο απαθής, πτωχεύσας σεαυτώ ήνωσας˙ και το Πάσχα οίς έμελλες θανείν, αυτός ών σεαυτόν προετίθεις 37˙ φάγετε βοών το σώμα μου, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αφ’ ού ανωτέρω είπεν ο Ιερός Μελωδός το κήρυγμα της ενυποστάτου Σοφίας του Θεού, με το οποίον συνεκάλεσεν ημάς εις το πνευματικόν των Μυστηρίων συμπόσιον˙ τώρα εδώ αναφέρει και τα ίδια λόγια του τοιούτου κηρύγματος. Ποία δε είναι αυτά; «Ός εστίν άφρων, εκκλινάτω προς με˙ και τοις ενδεέσι φρενών είπεν˙ έλθετε φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, όν κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ’ 4).

Συνάπτει δε με τα λόγια του Σολομώντος και τα λόγια του Ευαγγελίου, τα οποία είπεν εν τω μυστικώ Δείπνω εις τους Αποστόλους ο Κύριος˙ «Λάβετε φάγετε˙ τούτο εστί το σώμα μου» και, «Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμά μου» (Ματ. κστ’ 26-28). Συνάψας λοιπόν τα λόγια ταύτα εν τω παρόντι Τροπαρίω, ούτω λέγει˙ ώ Χριστέ Βασιλεύ, συ υπάρχων αυθέντης και Κύριος πάντων των όντων, και κτίστης Θεός πάντων των υπό σου δημιουργηθέντων κτισμάτων αισθητών τε και νοητών, και απαθής και πλούσιος ών κατά την Θεότητα, έπ’ εσχάτων των ημερών δι’ άκραν φιλανθρωπίαν επτώχευσας το κτιστόν τούτο φύραμα: ήτοι την ιδικήν μας ανθρωπίνην φύσιν, ενώσας αυτήν σεαυτώ: ήτοι εις την θείαν σου υπόστασιν ατρέπτως και αναλλοιώτως.

37. Ούτω γράφεται και παρά τω Θεοδώρω και παρά τω ανωνύμω ερμηνευτή το Τροπάριον τούτο εις δεύτερον πρόσωπον˙ εν δε τοις τετυπωμένοις Τριωδίοις γράφεται εις πρόσωπον τρίτον ούτω˙ «Κύριος ών πάντων και κτίστης Θεός, τον κτιστόν (ήτοι τον Αδάμ ή τον άνθρωπον) ο απαθής πτωχεύσας εαυτώ ήνωσε, και το Πάσχα οις έμελλε θανείν αυτός ών εαυτόν προετίθη, κ.λ.π.».

Όθεν εσύ το αληθινόν Πάσχα υπάρχων, καθώς βοά ο Απόστολος «Και γαρ το Πάσχα ημών υπέρ ημών ετύθη Χριστός» (α΄Κορ. ε’ 7) επρόθεσας: ήτοι ετραπέζωσας αυτός τον εαυτόν σου εις τους Αποστόλους, και εις όλους τους ανθρώπους, Οίς έμελλες θανείν: ήτοι χάριν των οποίων έμελες να αποθάνης. Και καθό μεν Θεός και Κτίστης, Θύτης και Ιερεύς λέγεσαι, ότι συ επρόθεσας τον εαυτόν σου˙ καθό δε άνθρωπος και κτίσμα, θύμα και ιερείον λέγεσαι, ότι συ ήσουν και ο προτεθειμένος. Τι δε έλεγες; Φάγετε το σώμα μου, και δια της βρώσεως τούτου θέλετε στερεωθή με την προς εμέ πίστιν και αγάπην και οικειότητα. Τι γαρ άλλο είναι ελκυστικώτερον εις πίστιν, εις αγάπην Θεού, ως το να μεταλαμβάνη τινάς συνεχώς και μετά της πρεπούσης ετοιμασίας το Πανάγιον σώμα του γλυκυτάτου Σωτήρος; Είπε δε το, Εστερεώθη, ο Μελωδός, δια να δείξη ότι η Ωδή αύτη είναι της Προφήτιδος Άννης, της οποίας λόγος είναι το «Εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω» (α’ Βασ.β΄1). Σημείωσαι ότι μόνην την δόσιν του άρτου: ήτοι του σώματος του Κυρίου αναφέρει το παρόν Τροπάριον, και ουχί την δόσιν του ποτηρίου: ήτοι του ζωηρού αίματος αυτού˙ δια τούτο και προς την δόσιν του άρτου αρμόδιον και οικείον είναι το, Εστερεώθη˙ ει γαρ ο Δαβίδ περί του ψιλού άρτου λέγει «Και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (Ψαλ. ργ΄15), πόσω μάλλον στηρίζει την καρδίαν και την ψυχήν του μεταλαμβάνοντος αυτός ο μετουσιωμένος άρτος εις αυτό το άχραντον και ζωοποιόν σώμα του Κυρίου;

Είπε δε και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος τα γλαφυρά ταύτα περί της μεταλήψεως των θείων Μυστηρίων˙ «Προς πόθον ημάς ενάγων ο Κύριος μείζονα, και το πλήρωμα δέδωκε του πόθου, ούχ οράν μόνον αυτόν, αλλά και άπτεσθαι και κατατρυφάν και εγκάρδιον ποιείσθαι, και εν εαυτοίς κατέχειν, εν αυτοίς ημών τοις οικείοις σπλάγχνοις έκαστον, δεύτε, λέγων, φάγετέ μου το σώμα, πίετέ μου το αίμα οι της αιωνίου ζωής επιθυμητικώς έχοντες˙ ίνα μη κατ’ εικόνα μόνον ήτε Θεού, αλλά και Θεοί και Βασιλείς αιώνιοι και ουράνιοι, εμέ τον Βασιλέα και Θεόν του Ουρανού περικείμενοι, φοβεροί μεν Δαίμοσι, θαυμαστοί δε Αγγέλοις, Υιοί δε αγαπητοί του Ουρανίου Πατρός αείζωοι, ωραίοι παρά τους των ανθρώπων, τερπνόν ενδιαίτημα της ανωτάτω Τριάδος˙ εν γαρ τούτω τω αίματι πολλή και άφατος η ωφέλεια˙ τούτο ημάς καινούς αντί παλαιών ποιεί και αϊδίους αντί προσκαίρων˙ τούτο ημάς απαθανατίζει και αειθαλείς απεργάζεται, ως δένδρα παρά τας διεξόδους των υδάτων πεφυτευμένα του Θείου Πνεύματος, άφ’ ών συνάγεται καρπός εις ζωήν αιώνιον˙ εκ μέν γαρ του Παραδείσου πηγή ανέβαινεν, άλλ’ αισθητή, και το πρόσωπον της γης επότιζε, ποταμούς αφιείσα αισθητούς˙ από δε της Ιεράς τραπέζης ταύτης, ήν ψαλμικώς ητοίμασεν ημίν ο Χριστός εξεναντίας των θλιβόντων ημάς Δαιμόνων τε και παθών, άνεισι πηγή πηγάς αφιείσα νοητάς, και ψυχάς ποτίζουσα, και μέχρις Ουρανών ανάγουσα, και των Αγγέλων επιστρέφουσα τας όψεις προς την καλλονήν, εν η διοράται το πολυποίκιλον της σοφίας του Θεού, παρακύπτειν αυτούς επιθυμείν ενάγουσα εις τα χαρισθέντα δια του τοιούτου αίματος ημίν».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ρύσιον παντός, του βροτείου γένους, το οικείον αγαθέ, τους σους μαθητάς επότισας, ευφροσύνης ποτήριον πλήσας˙ αυτός γαρ σεαυτόν ιερούργεις, πίετε βοών το αίμά μου, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή εις το ανωτέρω Τροπάριον ανέφερεν ο Μελωδός περί μόνης της δόσεως του άρτου: ήτοι του σώματος του Κυρίου, δια τούτο ακολούθως εν τω παρόντι Τροπαρίω αναφέρει και περί της δόσεως του οίνου: ήτοι του ζωηρού αίματος του Κυρίου˙ περί ης και ο Σολομών είπε προφητικώς «Έλθετε, πίετε τον εμόν οίνον, όν κεκέρακα υμίν» (Παρ. θ΄5), και ο Κύριος είπε πραγματικώς «Πίετε έξ αυτού (του ποτηρίου δηλαδή) πάντες˙ τούτό εστι το αίμά μου το υπέρ υμών και πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ.κστ’ 27)˙ όθεν ρύσιον ονομάζει το ποτήριον του αχράντου αίματος: ήτοι λυτρωτήριον όλου του γένους των ανθρώπων˙ εδανείσθη δε την λέξιν ταύτην από τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα εν τοις ηρωϊκοίς έπεσι περί του Δεσποτικού αίματος˙ «Ρύσιον αρχεγόνων παθέων κόσμοιό τ’ άποινον (ήτοι εξαγοραστήριον)».Εκείθεν λοιπόν λαβών την λέξιν ο Μουσουργός, ούτως αποτείνεται προς τον Σωτήρα Χριστόν.

Ώ φύσει αγαθέ και υπεράγαθε Δέσποτα! Συ επότισας το λυτρωτήριον του γένους των ανθρώπων ποτήριον: ήτοι το ζωηρόν αίμά σου˙ δια του ποτηρίου γαρ το εν τω ποτηρίω αίμα δηλούται, εκ του περιέχοντος το περιεχόμενον κατά συνεκδοχήν. Ποίους δε επότισας; Τους ιδικούς σου μαθητάς εν τω μυστικώ Δείπνω, γεμίσας αυτούς από πνυεματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν˙ οικεία δε και αρμοδία είναι η ευφροσύνη με το ποτήριον και το κέρασμα˙ καθότι όποιος πίνει οίνον σύμμετρον, αυτός λαμβάνει ευφροσύνην εις την καρδίαν του˙ διο και ο Δαβίδ έλεγε˙ «Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» (Ψαλ. ργ΄15), και ο Σολομών δια τούτο παραγγέλει να δίδουν οίνον εις τους λυπουμένους, ως δυνάμενον αυτούς χαροποιήσαι˙ «Δότε μέθην τοις εν λύπαις, και οίνον πίνειν τοις εν οδύναις» (Παρ. λα΄6), και ο Σειράχ˙ «Οίνος και μουσικά ευφραίνουσι καρδίαν» (Σειρ. μ΄20). Καθώς δε επί του άρτου είπεν ανωτέρω ο Μελωδός ότι αυτός σεαυτόν προετίθης˙ ούτως ακολούθως περί του αίματος εδώ λέγει ότι αυτός σεαυτόν ιερούργεις˙ αυτός γαρ ήσουν ο ίδιος και Ιερεύς και ιερουργούμενος και κεραστής και κέρασμα, εκχέων το οικείον σου αίμα, και βοών εις τους Μαθητάς σου «Πίετε το αίμα μου και πίστει στερεωθήσεσθε».38

Δύνασται δε να ειπή τινάς ότι αδιαφόρως ταύτα εξέλαβον και ο Λουκάς και ο Παύλος˙ καθότι και ο Λουκάς μετά το ειπείν «Και λαβών άρτον, και ευχαριστήσας», επιφέρει «Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων «Κεφ. κβ’ 20), ομοίως και ο Παύλος προτάξας ανωτέρω το ποτήριον του άρτου, μετά ταύτα λέγει το εναντίον «Ο Κύριος Ιησούς τη νυκτί η παρεδίδοτο έλαβεν άρτον, και ευχαριστήσας έκλασε κτλ. Ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων, κτλ.» Και αύτη η τάξις το να προηγήται η μετάληψις του άρτου από την μετάληψιν του οίνου είναι η κοινή της καθόλου Εκκλησίας, και ουδείς δύναται εναλλάσσειν αυτήν.

38. Εδώ δικαίως ήθελεν απορήση τινάς, διατί η θεία γραφή ποτέ μεν προτάσσει τον άρτον του ποτηρίου του οίνου; Ο μέν γαρ Ματθαίος προτάσσει τον άρτον του ποτηρίου˙ ο δε Λουκάς φαίνεται ότι προτάσσει το ποτήριον του άρτου ˙ «Δεξάμενος γαρ, φησί, ποτήριον, ευχαριστήσας είπε˙ λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς»˙ είτα λέγει περί του άρτου˙ «Και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε» (Λουκ. κβ. 19)˙ μολονότι άλλοι άλλως περί του ποτηρίου τούτου ηρμήνευσαν. Ο δε Παύλος λέγει˙ «Το ποτήριον της ευλογίας ό ευλογούμεν, ουχί κοινωνία του αίματος του Χριστού εστί; Τον άρτον όν κλώμεν ουχί κοινωνία του σώματος του Χριστού εστί»; (α΄Κορ. ι΄16), και πάλιν˙ «Ού δύνασθε ποτήριον Κυρίου πίνειν και ποτήριον Δαιμονίων˙ ού δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης Δαιμονίων» (αυτόθι 21). Εις λύσιν λοιπόν της απορίας ταύτης φέρει μάρτυρα ο κριτικώτατος Φώτιος εν τη μυριοβίβλω αναγνώσει σκβ’ τον φιλοθεάμονα εκείνον και σοφόν άνδρα Ιώβιον τον Μοναχόν, όστις δίδει την αιτίαν της διαφόρου ταύτης τάξεως και λέγει˙ «Επειδή εν ημίν πρώτον το αίμα συνίσταται, είτα μεταβάλλεται εις σάρκα, δια τούτο φυσικώς η γραφή κινουμένη, την τάξιν ταύτην και κατά την των Μυστηρίων διήγησιν εφύλαξε προτάξασα δηλαδή το αίμα του σώματος˙ η δε ανάπαλιν τάξις (το να προτάσσεται δηλαδή ο άρτος και το σώμα του αίματος) της κοινής τραπέζης μιμείται την τάξιν˙ πρώτον γαρ έπ’ αυτής ο άρτος προτίθεται˙ είτα ο οίνος επιφέρεται».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Άφρων ανήρ ός εν υμίν προδότης, τοις οικείοις μαθηταίς προέφης, ο ανεξίκακος, ού μη γνώσεται ταύτα, και ούτος ασύνετος ών, ού μη συνήσει˙ όμως εν εμοί μείνατε, και πίστει στερεωθήσεσθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το του άφρονος δύο σημαινόμενα έχει˙ άφρων γαρ ονομάζεται ο απλούς και ακέραιος και πονηρίαν μη έχων, τον οποίον συνειθίζομεν να ονομάζωμεν άπλαστον και άκακον˙ επειδή τούτου η ψυχή ως χάρτης άγραφος ούσα, γράφεται ύστερον και ενσημαίνεται με τας θείας διδασκαλίας του Πνεύματος, και αντί άφρων γίνεται έμφρων˙ τον τοιούτον άφρονα ζητεί ο Σολομών εις την αρχήν των Παροιμιών δια να δώση εις αυτόν φρόνησιν, λέγων˙ «Ίνα δω ακάκοις (άφροσι δηλ.) πανουργίαν (ήτοι φρόνησιν)˙ καθότι το, πανούργος όνομα, και επί του φρονίμου λαμβάνεται και επί του πονηρού», ως λέγει ο μέγας Βασίλειος αυτόθι.

Λέγεται άφρων και ο κακόφρων και κακότεχνος και της κακίας ευρετικώτατος, όστις μένει του λοιπού φρονήσεως και σοφίας και αρετής ανεπίδεκτος˙ περί ού είπεν ο ίδιος Σολομών˙ «Εις κακότεχνον ψυχήν ούκ εισελεύσεται σοφία, ουδέ κατοικήσει εν σώματι κατάχρεω αμαρτίας» (Σοφ. α΄4). Τοιούτος άφρων εστάθη ο πλούσιος εκείνος, ο κρημνίζων τας αποθήκας του και πάλιν ταύτας οικοδομών˙ προς όν ερρέθη˙ «Άφρον άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου» (Λουκ. ιβ΄20). Τοιούτος άφρων είναι ο την ύπαρξιν του Θεού αρνούμενος˙ περί ού είρηται από τον Δαβίδ˙ «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού˙ ούκ έστι Θεός» (Ψαλ. ιγ΄1). Τοιούτος τελευταίον άφρων εστάθη και ο προδότης Ιούδας˙ όθεν περί αυτού είπεν ο Δαβίδ˙ «Ανήρ άφρων ού γνώσεται, και ασύνετος ού συνήσει ταύτα» (Ψαλ. ψα΄6-7).

Ο Μελωδός λοιπόν τούτο το ρητόν ερανισθείς του Δαβίδ, και άφρονα και κακόφρονα τον Ιούδαν ηξεύρων, ούτω λέγει˙ ώ ανεξίκακε Χριστέ, ο τας κακίας πάντων υποφέρων, συ προείπες εις τους Ιερούς σου Μαθητάς˙ εσείς μεν, ώ κάλλιστοι Μαθηταί μου, με το να είσθε φρόνιμοι και συνετοί εγνωρίσατε και επιστεύσατε ότι ο άρτος όπου τρώγετε, και το ποτήριον του οίνου όπου πίνετε, είναι αληθώς σώμα και αίμα ιδικόν μου˙ ένας δε άνθρωπος αφρονέστατος όπου ευρίσκεται ανάμεσα εις εσάς, αυτός είναι προδότης ιδικός μου˙ «Εσθιόντων γαρ αυτών, φησίν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, είπεν (ο Κύριος)˙ αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (Ματθ. κστ΄21) και αυτός με το να είναι ασύνετος, δεν θέλει συνήσει τα τοιαύτα Μυστήρια˙ διότι ετύφλωσε τον νούν αυτού η κακία. Και λοιπόν, αν αυτός χωρίζεται από εμέ και δεν μένει εις εμέ την αληθινήν άμπελον, από την οποίαν εκεράσθη ο οίνος ούτος, άς χωρισθή˙ εσείς όμως οι αληθινοί και πιστοί Μαθηταί μου μη χωρισθήτε από εμέ, αλλά μένετε πάντοτε με εμέ, ίνα φέρητε πολύν καρπόν και στερεωθήτε με την εις εμέ ακλόνητον πίστην. Ερανίσθη δε ταύτα ο Μελωδός εκ των συλλαβών του Ευαγγελιστού Ιωάννου ούτω λέγοντος˙ «Μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν˙ καθώς το κλήμα ού δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε˙ ο μένων εν εμοί, καγώ εν αυτώ, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν˙ εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά και εις πυρ βάλλουσι και καίεται» (Ιωάν. ιε΄4-6).

Ωδή δ΄. Ο Ειρμός.

Προκατιδών ο προφήτης, του μυστηρίου σου το απόρρητον, Χριστέ προανεφώνησεν˙ έθου κραταιάν αγάπησιν ισχύος, Πάτερ οικτίρμον˙ τον Μονογενή Υιόν γαρ αγαθέ, ιλασμόν εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ο Αββακούμ είναι Ποιητής της Τετάρτης Ωδής, δια τούτο και ο Ιερός Μελωδός εν τω Ειρμώ ταύτης αναφέρει αυτόν τον ίδιον περί του Χριστού προφητεύοντα και λέγει˙ ώ Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ο Προφήτης Αββακούμ προβλέπων το απόρρητον του Μυστηρίου (ήτοι του πάθους και του Σταυρού και του θανάτου σου) εγύρισε τον λόγον προς τον Θεόν και Πατέρα, και ούτω προανεφώνησεν˙ ώ Πάτερ φιλανθρωπότατε, όντως έθου κραταιάν αγάπησιν ισχύος: ήτοι έδειξας μίαν κραταιάν και ισχυροτάτην αγάπην εις ημάς τους ανθρώπους˙ επειδή δεν ακριβεύθης, ούτε ελυπήθης τον Μονογενή σου Υιόν, αλλά απέστειλας αυτόν ιλασμόν εις τον κόσμον: ήτοι θυσίαν και σφάγιον δια τον καθαρισμόν και εξιλασμόν των αμαρτιών μας˙ καθώς και ο Απόστολος Παύλος θαυμάζων την περί ημάς του Θεού και Πατρός αγάπην, έλεγεν˙ «Ός γε του ιδίου Υιού ούκ εφείσατο, άλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν»˙ (εις τον θάνατον δηλαδή) (Ρωμ. η΄32).

Γλαφυρά δε είναι και τα λόγια Ιωάννου του Ζωναρά, τα οποία λέγει εν τη ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου˙ «Κραταιάν αγάπησιν έθου προς ημάς (ήγουν μεγάλην και ισχυράν). Τοσαύτη, φησίν, ήν η προς ημάς σου αγάπη άπειρός τε και μέτρον άπαν υπερεκπίπτουσα, ότι ούκ εφείσω του Υιού σου, αλλά και ταύτα Μονογενή σοι όντα, εις θάνατον δέδωκας υπέρ ημών. Τις γαρ Πατήρ Υιόν, εί και μυρίοι παίδες ήσαν αυτώ, ηνέσχετο υπέρ άλλων δούναι εις θάνατον, και ταύτα δυσμενών όντων, και λελυπηκότων αυτόν; Ει δε και πολλών όντων παίδων, ούκ αν τις έδωκεν ένα, πως αν τις Μονογενή παρέσχεν, ού ανάγκη πάντως εκ φύσεως δια την υιότητα κήδεσθαι, και μάλλον υπερστέργειν αυτόν δια το μονογενές, και πλείονα προς αυτήν κεκτήσθαι την των σπλάγχνων στοργήν; Τούτο ούν και ο μέγας Απόστολος εκπληττόμενος, Ρωμαίοις επιστέλλων φησίν˙ «Έτι Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε˙ μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται˙ υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν˙ συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός; Ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών, ο Χριστός υπέρ ημών απέθανε» (Ρωμ. ε΄6-8). Ούτως εκπλήξεως το πράγμα γέμει, και θάμβους πληροί πάσαν ψυχήν εννοουμένην αυτό».

Ιλασμός δε ωνομάζετο κοντά εις τας διατάξεις του παλαιού Νόμου η θυσία εκείνη όπου επροσφέρετο δια τον καθαρισμόν των αμαρτιών, και δια εξιλέωσιν και ιλαρότητα της οργής του Θεού. Αν δε η άλογος θυσία εκείνη δια τούτο ωνομάζετο Ιλασμός, ποία άλλη θυσία είναι οικειότερον να ονομάζεται ιλασμός, ει μη αυτός ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του Κόσμου; Τούτον γαρ μόνον ο Πατήρ απέστειλεν ιλασμόν και αντίλυτρον εις τον κόσμον˙ όχι δια τον δείνα και τον δείνα, όχι δια μερικάς μυριάδας και μιλλιώνια ψυχών, αλλά δια όλην ομού την φύσιν της ανθρωπότητος˙ όθεν και ο Παύλος τούτο βεβαιών, έλεγε περί του Χριστού «Όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι» (Ρωμ. γ΄25). Σύ δε, ώ αναγνώστα, ακούων εδώ αποστολήν του Υιού, μη νοήσης ασεβώς ελάττωσιν της Θεϊκής τιμής αυτού˙ άπαγε! Οι Αρειανοί γαρ τούτο εβλασφήμουν, και όσοι άλλοι δεν εφρόνουν ομοούσιον τον Υιόν με τον Πατέρα, αλλά ετεροούσιον˙ συ δε ορθόδοξα φρονών, την αποστολήν του Υιού νόει ότι είναι η ευδοκία και το προηγούμενον θέλημα του Πατρός, καθώς εδίδαξεν ημάς ο πολύς εν Θεολογία Γρηγόριος λέγων˙ «Την ευδοκίαν του Πατρός αποστολήν είναι νόμισον» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν).

Σημείωσαι δε ότι το ανωτέρω ρητόν ο Αββακούμ εις τρίτον πρόσωπον προφέρει ούτως˙ «Και έθετο αγάπησιν κραταιάν ισχύος αυτού» (Αββ. γ΄4) ˙ προσαρμόζεται δε τούτο εις τον Υιόν κατά τον Θεοφύλακτον και Θεοδώτητον˙ ο γαρ Υιός αποθανών υπέρ ημών, και καταργήσας δια του θανάτου τον θάνατον, απέδειξε την δυνατήν και μεγάλην αγάπην όπου είχεν εις ημάς, καθώς αυτός είπε «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις θη την ψυχήν αυτού υπέρ των φίλων αυτού» ( Ιω. ιε΄13). Ο δε της Αλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος εις τον Πατέρα προσαρμόζει το ρητόν, ως και ο Ιερός Κοσμάς˙ έξωθεν θέλει δε να νοήται εδώ η Δια πρόθεσις, δια να είναι το νόημα τοιούτον˙ δια της ισχύος αυτού (ήτοι δια του Υιού, ός εστί δύναμις Θεού, κατά τον Παύλον ) ο Πατήρ έδειξε την δυνατήν αγάπην όπου είχεν εις ημάς˙ το δε, Ισχύος, νοείται ή κατά περίφρασιν, αντί του, Έθετο κραταιάν και ισχυράν αγάπησιν αυτού, ή κατ’ άλλους νοείται ούτω˙ Έθετο κραταιάν αγάπησιν, ήτις δεν ήτον σημείον ασθενείας, αλλά ισχύος και δυνάμεως˙ ίνα ή το όλον˙ «Έθετο κραταιάν αγάπησιν σημείον ούσαν ισχύος αυτού»˙ επειδή δεν έπαθεν ο Χριστός υπέρ της αγάπης του κόσμου, ως ασθενής και αδύνατος, αλλά ως ισχυρός και με εξουσίαν μεγάλην˙ «Εξουσίαν γαρ, έλεγεν ο ίδιος, εξουσίαν έχω θείναι την ψυχήν μου» (Ιω. ι΄18).39

39. Ο δε Ζωναράς εν τω αυτώ Γ΄ήχω της Οκτωήχου Ισχύν εννοεί τον άνθρωπον, κατά άλλην επιβολήν˙ καθότι ο άνθρωπος πάντων των άλλων κτισμάτων των τε αύλων και των υλικών δείκνυσι μάλιστα την δημιουργικήν του Κτίστου σοφίαν μείζονος γνώρισμα του Θεού τούτον ονομάζει, και κόσμον μέγαν εν μικρώ˙ καθότι εκ της αοράτου φύσεως της ψυχής, και εκ της ορατής του σώματος κέκρασαί τε και μέμικται ˙ κέκραται μεν το νοερόν της ψυχής τω υλικώ σώματι δια το εν τη ζωή του ανθρώπου αυτών αδιαίρετον˙ μεμίχθαι δε πάλιν λέγεται, ότι θανάτω χωρίζεται ταύτα απ’ αλλήλων ˙ χωριστά γαρ είσι τα μιγνύμενα, ως σίτος και κριθή. «Έθετο ούν, φησίν, αγάπησιν κραταιάν της ισχύος αυτού, του ανθρωπίνου δηλονότι γένους, δι’ ου η ισχύς αυτού έγνωσται, και το της σοφίας αυτού δείκνυται ακατάληπτον μάλλον, ή εν τοις άλλοις ποιήμασιν».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Επί το πάθος το πάσι, τοις εξ Αδάμ πηγάσαν απάθειαν, Χριστέ μολών τοις φίλοις σου, είπας˙ Μεθ’ υμών, του Πάσχα μετασχείν, τούτου επεθύμησα˙ τον μονογενή επεί με ιλασμόν, ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Εκείνο το ρητόν του κατά Λουκά αγίου Ευαγγελίου μελουργεί εδώ ο Ιεράρχης Κοσμάς, όπερ έλεγε γλυκερώτατα προς τους ηγαπημένους του Μαθητάς ο παγκόσμιος Διδάσκαλος. «Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λουκ. κβ΄15). Όθεν αποτείνων τον λόγον προς τον Δεσπότην Χριστόν, ούτω λέγει˙ Σύ φιλοψυχότατε Χριστέ, πηγαίνων θεληματικώς και αφ’ εαυτού σου εις το σωτήριον πάθος, το οποίον επήγασεν απάθειαν εις όλους τους εκ του Αδάμ καταγομένους ανθρώπους (είπε δε ο Μελωδός «Μολών» ίνα με αυτό δείξη ότι εκουσίως αυτός εαυτόν ο Κύριος παρέδιδεν εις το να πάθη, και ουχί βεβιασμένος από άλλους) πηγαίνων, λέγω, θεληματικώς εις το πάθος συ ο γλυκύς Ιησούς, είπας εις τους φίλους και ηγαπημένους σου Αποστόλους˙ τούτο το Πάσχα, το μυστικόν δηλαδή και πνευματικόν και τελευταίον, επεθύμησα να φάγω μαζί με εσάς˙ έπειτα και την αιτίαν επρόσθεσε, δια την οποίαν το επεθύμησεν, δια τούτο επεθύμησα, ώ Μαθηταί μου, να φάγω το Πάσχα τούτο μαζί σας, διότι τώρα πηγαίνω θεληματικώς εις τον θάνατον, και πλέον δεν θέλω είμαι μαζί σας˙ επειδή ο Πατήρ εξαπέστειλεν εμέ τον Μονογενή του Υιόν δια να αποθάνω εις εξιλασμόν και λύτρωσιν όλου του Κόσμου.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μεταλαμβάνων κρατήρος, τοις μαθηταίς εβόας, αθάνατε˙ γεννήματος αμπέλου δε, πίομαι λοιπόν, ούκ έτι μεθ’ υμών βιοτεύων˙ τον Μονογενή επεί με ιλασμόν ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτου του Τροπαρίου υπόθεσιν ποιείται ο θεσπέσιος Ασματογράφος την Ευαγγελικήν εκείνην ρήσιν, την οποίαν είπεν ο Κύριος εις τους Ιερούς Αποστόλους του˙ «Ου μη πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης, όταν αυτό πίνω καινόν μεθ’ υμών εν τη Βασιλεία του Πατρός μου» (Ματ. κστ΄29). Όθεν επιστρέφων τον λόγον προς τον Σωτήρα, και βλέπων τον αυτόν όντα και οινοχόον και πιοτόν, ώ αθάνατε, είπε, κατά την Θεότητα Δέσποτα, συ μεταλαμβάνων το εν τω Δείπνω ποτήριον, έλεγες προς τους Μαθητάς σου˙ εγώ άλλην μίαν φοράν δεν θέλω πίω εν τη παρούση ζωή από τούτο το γέννημα της αμπέλου: ήτοι από τον οίνον, επειδή πλέον δεν έχω να ζήσω ομού με εσάς˙ αποθνήσκω γαρ και θυσιάζομαι δια εσάς, και δια την κοινήν σωτηρίαν των ανθρώπων˙ επειδή ο Άναρχός μου Πατήρ δια τούτο απέστειλεν εμέ τον Μονογενή του Υιόν δια να αποθάνω εις εξιλασμόν και λύτρωσιν όλου του Κόσμου.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Πόμα καινόν υπέρ λόγον, εγώ φημί εν τη βασιλεία μου, Χριστέ40 τοις φίλοις πίομαι˙ ώστε γαρ θεοίς, υμίν συνέσομαι είπας˙ τον μονογενή και γαρ με ιλασμόν, ο Πατήρ εις τον κόσμον απέστειλεν.

40. Παρά τοις τετυπωμένοις Τριωδίοις γράφεται Χριστός, παρά τω Θεοδώρω και τω ανωνύμω δε γράφεται Χριστέ.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το ίδιον ρητόν του Εαυγγελιστού Ματθαίου όπου ανέφερεν εις το ανωτέρω Τροπάριον ο Ιερός Κοσμάς, αναφέρει και εις το παρόν, ήγουν το «Ού μη πίω απάρτι εκ τούτου του γεννήματος της αμπέλου έως της ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω καινόν μεθ’ υμών εν τη Βασιλεία του Πατρός μου» (Ματ. κστ΄29). Αποτείνων λοιπόν τον λόγον προς τον Δεσπότην Χριστόν, τον όντα οινοχόον εν ταυτώ του κεράσματος τούτου και κέρασμα, λέγει˙ ώ Θεάνθρωπε Χριστέ, συ είπας εις τους φίλους και ηγαπημένους σου Αποστόλους, ότι εγώ σας λέγω, ότι μεν τη παρούση ζωή πλέον δεν θέλω πίνει από το γέννημα τούτο της αμπέλου, αλλά θέλω πίνει αυτό καινούριον εν τη Βασιλεία του Πατρός μου, τουτέστιν εν τη μελλούση ζωή, όταν έχουν να λάμψουν οι δίκαιοι ως Ήλιοι εν τη δόξη του Πατρός αυτών» (Ματ. ιγ΄43) ˙ τότε γαρ έχω να είμαι πάντοτε με εσάς, ως Θεός με Θεούς, ως θεός κατά φύσιν, με Θεούς κατά χάριν˙ τούτο εδήλωσε και ο Δαβίδ ειπών˙ «Ο Θεός έστη εν συναγωγή Θεών, εν μέσω δε Θεούς διακρινεί» (Ψαλ. πα΄1)˙ τουτέστι θέλει διαιρέσει και αφορίσει τας αξίας εκάστω, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα˙ «Φως η εκείθεν λαμπρότης τοις ενταύθα κεκαθαρμένοις, ηνίκα εκλάμψουσιν οι δίκαιοι ως ο Ήλιος, ών ίσταται ο Θεός εν μέσω, Θεών όντων και Βασιλέων, διαστέλων και διαιρών τας αξίας της εκείθεν μακαριότητος» (Λόγ. εις το Βάπτισμα).

Τι δε δηλοί το καινόν πόμα το εν τη Βασιλεία του Πατρός πινόμενον; Άκουσον˙ ο μεν θείος Χρυσόστομος και άλλοι Πατέρες, Βασιλείαν εννόησαν την Ανάστασιν˙ καινόν δε πόμα, την τροφήν εκείνην και την πόσιν όπου έφαγε και έπιεν ο Κύριος μετά την Ανάστασιν˙ καινόν γαρ αληθώς ήτον το φαγητόν εκείνο και πιοτόν δια τον τρόπον όπου μετελήφθη˙ καθότι ο Δεσπότης Χριστός δεν είχε χρείαν φυσικήν τού να φάγη και να πίη μετά την Ανάστασιν, άφθαρτον σώμα έχων, αλλά τούτο εποίησεν οικονομικώς, δια να πιστώση τους Μαθητάς του ότι σώμα έχει αληθινόν, όμως άφθαρτον˙ δια τούτο και ο Πέτρος έλεγε προς τους περί Κορνήλιον˙ «Οίτινες συνεφάγομεν και συνεπίομεν αυτώ μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. ι΄ 41).

Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος Βασιλείαν ενόησε την εν τω Ουρανώ μ έ λ λ ο υ σ α ν κ α τ ά σ τ α σ ι ν˙ καινόν δε πόμα την τελειοτέραν διδασκαλίαν˙ ούτω γαρ φησί˙ «Μεταληψόμεθα του Πάσχα μικρόν ύστερον τελειώτερόν τε και καθαρώτερον˙ ηνίκα αν αυτό πίνη καινόν μεθ’ ημών ο Λόγος εν τη Βασιλεία του Πατρός, αποκαλύπτων και διδάσκων ά νυν μετρίως παρέδειξε˙ καινόν γαρ εστί αεί το νύν γνωριζόμενον. Τις δε η πόσις και η άπόλαυσις; Ημών μεν το μαθείν˙ εκείνου δε το διδάξαι και κοινώσασθαι τοις εαυτού Μαθηταίς τον λόγον˙ τροφή γαρ εστίν η δίδαξις και του λέγοντος» (Λόγ. εις το Πάσχα), άπερ ούτως ερμηνεύει ο σχολιαστής Νικήτας˙ «Τούτο εστι το Πάσχα το μεθ’ ημών υπό του Κυρίου μεταλαμβανόμενον, το να μεταδώση δηλαδή τότε εις τους αξίους, τα απορρητότερα Μυστήρια, τόσον της Θεότητός του, όσον και της ενανθρωπήσεώς του. Καινόν δε ονομάζει το πόμα εκείνο, ως νέον και τότε ημίν γνωριζόμενον˙ μεθ’ ημών δε πίνει αυτό ο Χριστός, διότι όχι μόνον ο διδασκόμενος, αλλά και ο διδάσκων τρέφεται με εκείνας τας διδασκαλίας όπου διδάσκει τους άλλους˙ πόμα δε και όχι φαγητόν είπεν ο Κύριος, διότι η μεν Πρακτική φαγητόν ονομάζεται δια το σκληρότερον και δυσκολοχώνευτον˙ η δε Θεωρητική πόσις μάλλον είναι και λέγεται. Επειδή λοιπόν η Πρακτική τέλος εδώ λαμβάνει, δια τούτο η Θεωρητική μόνη εκεί έχει να ενεργήται, όπου μέλλουν να αποκαλυφθούν τρανώτερον εις τους Αγίους εκείνα τα Μυστήρια όπου εδώ μετρίως και ολίγον υπό του Κυρίου απεκαλύφθησαν».

Ωδή ε΄. Ο Ειρμός.

Τω συνδέσμω της αγάπης, συνδεόμενοι οι απόστολοι, τω δεσπόζοντι των όλων, εαυτούς Χριστώ αναθέμενοι, ωραίους πόδας εξατενίζοντο, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Η μεν αρχή του Ειρμού τούτου ερανίσθη ο Μελωδός από την προς Κολασσαείς επιστολήν, εις την οποίαν γράφει ο μακάριος Παύλος˙ «Επί πάσι δε τούτοις ενδύσασθε την αγάπην, ήτις εστί σύνδεσμος της τελειότητος» (Κολ. γ΄ 14), το δε «Ωραίους πόδας εξαπενίζοντο, ευαγγελιζόμενοι πάσιν ειρήνην» ερανίσθη από τον Ησαΐαν λέγοντα˙ «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων (Αποστόλων δηλ.) ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενοι αγαθά» (Ησ. νβ΄7) .41 Ο δε Απόστολος Παύλος ούτως εκτίθεται το ρητόν τούτο του Ησαΐου˙ «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά» (Ρωμ. ι΄15). Η μεν ούν αγάπη αρχή και πρόξενος της ειρήνης εστί˙ χωρίς γαρ της αγάπης αδύνατον είναι να αποκτήση τινάς ειρήνην εις τον εαυτόν του, ή να ευαγγελίση αυτήν εις τους άλλους˙ η δε ειρήνη έργον και αποτέλεσμα της αγάπης εστί.

Και η μέν αγάπη κεφάλαιον εστί του Νόμου και των Προφητών και κορυφή των εντολών˙ η δε ειρήνη αυτός εστίν ο Θεός ο των εντολών δότης˙ όθεν ο Απόστολος είπε˙ «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν και το μεσότειχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β΄14), και Ησαΐας , «Κύριε, έλεγεν, ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κστ΄12). Δια των λόγων δε τούτων, ως να παρακαλή τον Θεόν και Πατέρα όλη η ανθρωπίνη φύσις και να λέγη˙ Κύριε ο Θεός ημών, συ έδωκας εις ημάς όλα τα προς σωτηρίαν ημών συντείνοντα, Νόμον φυσικόν, Νόμον γραπτόν, Προφήτας και τα λοιπά πάντα αγαθά ˙ εν μόνον λείπει να μας δώσης τώρα, την ειρήνην σου: ήτοι να καταπέμψης εις ημάς τον Μονογενή σου Υιόν˙ επειδή χωρίς αυτόν όλα εκείνα όπου μας έδωκας τώρα δεν εδυνήθησαν να μας χαρίσουν σωτηρίαν, κατά τον Θεοδώρητον˙ ή και άλλως˙ «Πάντα δέδωκας ημίν,εί τούτο δώσεις το πάντα δυνάμενον», κατά τον Ευθύμιον τον Ζυγαδηνόν˙ και «Εί χαρίσαιο, φησί, την ειρήνην ημίν, παντός εσόμεθα πλήρεις αγαθού», κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον.

Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο θείος Μελωδός, και ότι αδύνατον είναι να αξιωθή ο άνθρωπος να ευαγγελίσηται εις τους άλλους ειρήνην, εάν δεν ενωθή πρότερον με την αγάπην, δια τούτο ούτω λέγει περί των Ιερών Αποστόλων˙ οι θείοι Μαθηταί του Κυρίου και Απόστολοι, συνδεδεμένοι όντες πρότερον με τον σύνδεσμον της προς Θεόν και προς αλλήλους αγάπης, αρνήθησαν μεν όλα τα του κόσμου πράγματα, και τα ίδιά των θελήματα˙ αφιέρωσαν δε όλον τον εαυτόν των εις τον Δεσπότην των όλων Χριστόν˙ ούτω γαρ έλεγεν εκ προσώπου όλων των Αποστόλων ο μακάριος Πέτρος προς τον γλυκύτατον Διδάσκαλον˙

41. Αυτολεξεί ο στίχος, είναι: «Ως ώρα επί των ορέων, ως πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά» (Ησ. νβ΄7).

«Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Ματ. ιθ΄27). Και λοιπόν ύστερα από αυτά απενίζοντο: ήτοι απεκαθαίροντο 42 κατά τους ωραίους πόδας των εν τω Νιπτήρι του Δείπνου. Πώς δε ωραιώθησαν οι πόδες αυτών; Και με τι τρόπον εκαλλωπίσθησαν; Με τον κόπον και την οδοιπορίαν όπου εποίουν περιεχόμενοι πανταχού και ευαγγελιζόμενοι εις όλους ειρήνην: «ήτοι τον Χριστόν, την όντως ειρήνην και υπερέχουσαν πάντα νούν», κατά τον Απόστολον (Φιλ. δ΄ 7). Τούτο το ρητόν ο Θεοδώρητος ερμηνεύων λέγει˙ «Ταύτα τυπικώς μεν εδέξατο το πέρας ηνίκα τοις την Ιερουσαλήμ κατοικούσιν απηγγέλθη των αιχμαλώτων η άφεσις˙ αληθώς δε και κυρίως αρμόττει τοις Ιεροίς η προφητεία Αποστόλοις ˙ τούτων γαρ ωραίοι οι πόδες, ούς αι Δεσποτικαί χείρες απένιψάν τε και έρρωσαν, ώστε πάσαν την οικουμένην διαδραμείν, και της θείας ειρήνης διαπορθμεύσαι τα ευαγγέλια, και μηνύσαι των επηγγελμένων αγαθών την απόλαυσιν».

Το Τροπάριον τούτο ημπορεί να σαφηνισθή καλύτερα με το ακόλουθον παράδειγμα κατά τον Θεόδωρον. Καθώς, θετέον, ένας όπου επιχειρήση να πλύνη ποκάρια μαλλίου η λιναρίου, εί μεν άδετα πλύνη αυτά, δυσκόλως και ού καλώς πλύνονται, με το να διασκορπίζωνται εις το νερόν˙ εάν δε αυτά δέση πρώτον με κανένα σχοινίον, ευκόλως και καλώς δύναται να τα πλύνη, τοιουτοτρόπως και οι θείοι Απόστολοι, συνδεθέντες πρότερον με το σχοινίον της αγάπης, ούτως επλύθησαν κατά τους πόδας εν τω Νιπτήρι, και ελευκάνθησαν ως μαλλίον προβάτου. Διατί; Δια να ευαγγελίζωνται εις όλους την αυτοειρήνην, τον Χριστόν˙ η γαρ μετοχή Ευαγγελιζόμενοι δύναται να νοηθή και αιτιολογικώς. Ταύτα και ο Θεολόγος Γρηγόριος αναφέρων λέγει˙ «Υπολυέσθω τα υποδήματα και εί τις μαθητής επί το Ευαγγέλιον πέμπεται φιλοσόφως και απερίττως˙ όν δεί προς τω αχάλκω και αρράβδω και μονοχίτωνι έτι και γυμνοποδείν ίνα φανώσιν οι πόδες ωραίοι των ευαγγελιζομένων ειρήνην και άλλο παν αγαθόν» (Λόγ. εις το Πάσχα).

42. Από του νίπτω οι Αιολείς εποίησαν νίσσω με δύο σς ˙ οι δε Ταραντίνοι το, νίσσω πάλιν νίζω εποίησαν˙ και όρα εις τον Βαρίνον εις το ρήμα, Νίζω.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Η το άσχετον κρατούσα, και υπερώον εν αιθέρι ύδωρ, η αβύσσους χαλινούσα, και θαλάσσας αναχαιτίζουσα Θεού σοφία, ύδωρ νιπτήρι βάλλει, πόδας αποπλύνει δε δούλων Δεσπότης.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Η φύσις του στοιχείου του νερού είναι μία˙ διαρείται δε εις τρείς τόπους ˙ άλλο γαρ νερόν είναι επάνω από το στερέωμα του Ουρανού, ήγουν τούτο όπου φαίνεται, το οποίον και υπερώον ονομάζεται˙ άλλο δε νερόν στέκεται επάνω εις την γην, καθώς είναι η θάλασσα, οι ποταμοί, αι λίμναι, αι βρύσεις, τα οποία ταύτα νερά ονομάζονται με ένα κοινόν όνομα θάλασσαι˙ «Και τα συστήματα γαρ, φησί, των υδάτων εκάλεσεν (ο Θεός) θαλάσσας» (Γέν. α΄10)˙ και άλλο νερόν είναι υποκάτω εις την γην, το οποίον εβάλθη εκεί ως θεμέλιον και στήριγμα, καθώς λέγει ο Δαβίδ˙ «Τω στερεώσαντι την γην επί των υδάτων» (Ψαλ. ρλε΄6), και πάλιν˙ «Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν (την γην δηλ.)» (Ψαλ. κγ΄2), το δε υπό την γην αυτό ύδωρ ονομάζεται άβυσσος.43

Επειδή λοιπόν εις τρείς τόπους μοιράζονται τα νερά, δια τούτο ο Ιερός Μελωδός βλέπων τον Ποιητήν αυτών Θεόν να βάλη ολίγον νερόν εις την μικράν λεκάνην του Νιπτήρος, και να νίψη τους πόδας των Μαθητών και δούλων του, εθαύμασε την άπειρον ταύτην του Θεού συγκατάβασιν˙ όθεν εφώναξεν εκπληττόμενος˙ ώ τεραστίου θεάματος! η του Θεού ενυπόστατος εκείνη Σοφία, η οποία συνέχει μεν και συγκρατεί το υπερώον νερόν, το ευρισκόμενον επάνω εις την ουράνιον στέγην, το οποίο είναι άσχετον:

43. Κυρίως δε άβυσσος ονομάζεται το ύδωρ τα υποκάτω όν της άμμου της καλουμένης υπό των νεωτέρων Παρθενικής, η οποία ούσα ως σπογγάρι, αναρροφά και αναπίνει το περισσότερον μέρος του νερού˙ ώστε ασύγκριτος είναι κατά την ποσότητα η θάλασσα η υπό της Παρθενικής άμμου αναπινομένη, από την θάλασσαν την επάνω ούσαν της άμμου ταύτης. Παρθενική δε αύτη λέγεται ίσως, διότι δεν εθεάθη ποτέ υπό των ανθρώπων, ούτε γυμνήν αυτήν ο Ήλιος διεπέρασεν.

ήτοι ακράτητον κατά την ιδικήν του φύσιν˙ καθότι φυσικώ τω τρόπω δεν δύναται να σταθή νερόν επάνω εις την κυρτήν και σφαιροειδή περιφέρειαν του Ουρανού, αλλά ολισθαίνει και φέρεται εις τον κατήφορον˙ ώ τεραστίου θεάματος! η ενυπόστατος εκείνη Σοφία, η οποία με τα χαλινάρια της ιδικής της δυνάμεως χαλινώνει τας αβύσσους: ήγουν τα υπό γην ύδατα, ίνα μη ανοίξασαι τα στόματά των καταπίωσι την γην και τα εν αυτή πάντα˙ ώ τεραστίου θαύματος! η Σοφία εκείνη όπου εμποδίζει τα ευρισκόμενα νερά επάνω της γης: ήτοι τας καλουμένας θαλάσσας, και δεν αφίνει αυτάς να υπερβούν την παραθαλασσίαν άμμον και να καταποντίσουν την γην˙ μ’ όλον ότι πολλαί θάλασσαι είναι υψηλότεραι της γης, καθώς είναι η κατά την Αλεξάνδρειαν˙ ούτω γαρ εν τω Ιώβ λέγει ο Θεός˙ «Εθέμην δε αυτή (τη θαλάσση) όρια, περιθείς και κλείθρα και πύλας˙ είπα δε αυτή˙ μέχρι τούτου (της άμμου δηλ.) στήση και ούχ υπερβήση, άλλ’ εν σεαυτή συντριβήσεταί σου τα κύματα» (Ιώβ. λη΄10-11) ˙ και ο Δαβίδ λέγει˙ «Όριον έθου (την άμμον δηλ.), ό ού παρελεύσονται (τα νερά δηλ.), ουδέ επιστρέψουσι καλύψαι την γην» (Ψαλ. ργ΄9), και εν τω Ιερεμία δε γέγραπται ως εκ προσώπου του Θεού˙ «Μη εμέ ού φοβηθήσεσθε˙ λέγει Κύριος , τον τάξαντα άμμον όριον τη θαλάσση, πρόσταγμα αιώνιον, και ούχ υπερβήσεται αυτό, και ταραχθήσεται και ού δυνηθήσεται, και ηχήσουσι τα κύματα αυτής και ούχ υπερβήσεται αυτό» (Ιερ. ε΄22) ˙ αύτη η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, η υποτάσσουσα τα υπερώα και τα εν τη αβύσσω και τα επί της γης ύδατα άνθρωπος γενομένη, βάλλει νερόν μέσα εις τον Νιπτήρα και πλύνει τους πόδας των δούλων του, Δεσπότην ων των απάντων. Και τα δύο ταύτα είναι εκπληκτικά και παράδοξα˙ διότι πώς δεν είναι εκπληκτικόν το να καταδεχθή να βάλη νερόν εις τον Νιπτήρα ο Δημιουργός εκείνος και συνοχεύς όλης της φύσεως των υδάτων; Ή πώς δεν είναι παράδοξον και του ανωτέρω εκπληκτικώτερον το να καταδεχθή να πλύνη τους πόδας των δούλων, και αυτού του προδότου ο κοινός των απάντων Δεσπότης και Κύριος;

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μαθηταίς υποδεικνύει, ταπεινώσεως ο Δεσπότης τύπον, ο νεφέλαις δε τον πόλον περιβάλλων, ζώννυται λέντιον, και κάμπτει γόνυ δούλων εκπλύναι πόδας˙ ού εν τη χειρί πνοή πάντων των όντων.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Πρέπει να ηξεύρωμεν ότι εν μεν τη πρώτη και Τετάρτη Ωδή του παρόντος Κανόνος αναφέρει ο Μελωδός τα περί του μυστικού Δείπνου˙ εν δε τη Πέμπτη και έκτη και εβδόμη και ογδόη, αναφέρει περί του θείου Νιπτήρος και τα περί της προδοσίας του Ιούδα. Λέγει λοιπόν εν τη πέμπτη ταύτη Ωδή ότι ο Δεσπότης των απάντων δείχνει εις τους Μαθητάς του ταπεινώσεως τύπον και υπόδειγμα δια του θείου Νιπτήρος˙ ούτω γαρ ο ίδιος είπεν, αφ’ ού ένιψε τους πόδας εκείνων˙ «Υπόδειγμα έδωκα υμίν, ίνα καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ΄15). Βλέπε δε, ώ αναγνώστα, λέγει σοι ο Ιερός Θεοφύλακτος, βλέπε την υπερβολήν της ταπεινώσεως του Δεσπότου των απάντων, επειδή δεν ένιψε τους πόδας των Μαθητών προ του Δείπνου, αλλά αφ’ εκείνοι εκάθισαν εις το Δείπνον, τότε αυτός μόνος εσηκώθη, και, εκείνων καθημένων και αναπαυμένων, αυτός, ώ της αρρήτου ταπεινώσεως! Εκβάλλει τα φορέματά του˙ «Εγείρεται γαρ, φησίν, εκ του Δείπνου, και τίθησι τα ιμάτια αυτού» (Ιω. ιγ΄), με τούτο εδίδασκεν ημάς ότι πρέπει να είμεθα ανεμπόδιστοι, και ελαφροί εις το να υπηρετώμεν˙ και αυτός όπου ενδύει τον Ουρανόν με τα νέφαλα «Τω περιβάλλοντι γαρ, φησίν ο Ιεροψάλτης Δαβίδ, τον Ουρανόν εν νεφέλαις» (Ψαλ. ρμστ΄8) ζώνεται με λέντιον (σφογγομάνδυλον)44˙

44. Ο δε Θεόδωρος ο Πτωχοπρόδρομος λέγει ότι ο περιβάλλων τον Ουρανόν εν νεφέλαις γυμνός ίστατο˙ ού γαρ ολόκληρον χιτώνα, αλλά μόνον λέντιον εζώσθη˙ το δε λέντιον το ήμισυ του χιτώνός εστι, τα από της οσφύος μέχρι ποδών περιστέλλων. Ίσως δε τούτο είπεν ο σοφός ούτος ανήρ, παρακινηθείς από εκείνο όπου γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «Εγείρεται εκ του Δείπνου και τίθησι: (ήτοι εκδύεται) τα ιμάτια αυτού»˙ εμοί δε δυσπαράδεκτον τούτό εστι, το γυμνωθήναι επί του Νιπτήρος τον Κύριον. Ιμάτια όν ίσως λέγει το, τε εξωφόρεμα και το ζωστικόν, ουχί δε τον εσώτατον χιτώνα, όν περ φορών τον Νιπτήρα εποίησεν˙ όθεν και ο Ζυγαδηνός Ευθύμιος ούτως Ερμηνεύει το «Τίθησι τα ιμάτια αυτού»˙ «Ού πάντα τα ιμάτια τίθησιν, αλλά το έξωθεν περιβόλαιον,ή και το μεσ’ εκείνο, προς το ευσταλής είναι»˙ Λέγει δε και τούτο, ότι το λέντιον και τον νιπτήρα και την υδρίαν από του οικοδεσπότου πάντως έλαβεν εις την τότε χρήσιν (Ερμηνείαν εις το κατά Ιωάννην τόμ. Δ΄).

εκείνος, του οποίου εις την χείρα ευρίσκεται η πνοή πάντων των όντων, έκλινε γόνυ και έσκυψεν ως δούλος δια να πλύνη τους πόδας των δούλων. Όρα, πως όλα τα κάμνει μόνος, και το να βάλη νερόν εις τον Νιπτήρα, και το να ζωσθή το λέντιον, και το να νίψη τους πόδας, και το να τους σφογγίση, χωρίς να προστάξη άλλον να κάμη τι από αυτά˙ πάντα δε ταύτα παραδείγματα ήτον εις ημάς και νουθεσίαι, ότι πρέπει να υπηρετούμε και ημείς με κάθε προθυμίαν, και ότι μόνοι πρέπει να διακονώμεν, και όχι να έχωμεν δούλους και υπουργούς, ως ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος, και ο Ευθύμιος.

Λέγει δε και ο Χρυσορρήμων, από τον οποίον φαίνεται να ερανίσθη τα ανωτέρω ο Μελωδός˙ «Εν εκείνη τη ώρα ήν ιδείν πράγμα φοβερόν, ότι ανέστη και απέθετο το ιμάτιον ο περιβαλλόμενος φως ως ιμάτιον, και διεζώσατο λέντιον˙ ήν ιδείν τότε την Παύλου φωνήν αληθεύουσαν, ότι ο εν μορφή Θεού υπάρχων μορφήν δούλου έλαβε, διεζώσατο λέντιον ο περιβάλλων τον Ουρανόν εν νεφέλαις, και έβαλεν ύδωρ εις τον Νιπτήρα ο ποταμοίς και πηγαίς και θαλάσσαις την των υδάτων φύσιν εκχέας. Εννόησον μαθητήν καθήμενον, και τον Δεσπότην επικαμπτόμενον και προς γόνυ βλέποντα, ώ κάμπτει γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων. Η ταπείνωσις του Σωτήρος πάσαν έσβεσεν υπερηφανίαν˙ εκείνη η επιείκεια πάσαν έσβεσεν αλαζονίαν» (Λόγω εις την προδοσίαν του Σωτήρος τόμω ε΄).

Ωδή στ΄. Ο Ειρμός.

Άβυσσος εσχάτη αμαρτημάτων, εκύκλωσέ με, και τον κλύδωνα μηκέτι φέρων, ως ο Ιωνάς τω Δεσπότη βοώ σοι˙ εκ φθοράς με ανάγαγε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αυτά τα ίδια λόγια του Προφήτου Ιωνά του Ποιητού της έκτης Ωδής ηθικώς εκλαμβάνει ενταύθα ο Ιερός Μελωδός «Άβυσσος έκύκλωσέ με εσχάτη» (Ιων. β΄ 6), και «Αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου» (αυτόθι β΄7). Επειδή δε άβυσσος είναι σύστημα υδάτων πολλών υπογείων τε και βυθίων,δια τούτο και αυτός άβυσσον ονομάζει τας ιδικάς του αμαρτίας δια το πολύ πλήθος αυτών˙ ή και υποκάτω εις το ιδικόν του πρόσωπον παρακαλεί ο Μελωδός δια όλην την ανθρωπίνην φύσιν τον Κύριον όστις ετοιμάζεται να υπομείνη πάθος και θάνατον δια την αθανασίαν της αυτής φύσεως. Και κατά άλλον δε τρόπον˙ με την άβυσσον παρομοιάζει τας αμαρτίας ο Μελωδός, διότι ηξεύρει ότι κοντά εις την αγίαν Γραφήν νερόν και βυθός αι αμαρτίαι ονομάζονται˙ ο γαρ Δαβίδ ούτω γράφει˙ «Σώσόν με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού και ούκ έστιν υπόστασις˙ ήλθον εις τα βάθη της Θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με» (Ψαλ. ξη΄2-3) και πάλιν˙ (Ρυσθείην εκ των μισούντων με και εκ των βαθέων των υδάτων» (Ψαλ. ξη΄15).45

Δια τούτο λοιπόν και ο Ιεράρχης Κοσμάς άβυσσον εσχάτην τας αμαρτίας ονομάζει, από την οποίαν, λέγει, εκυκλώθη, και πλέον δεν ημπορεί να υποφέρη την φορτούναν της αμαρτίας˙ όθεν δανειζόμενος την ιδίαν παρακάλεσιν του Ιωνά, φωνάζει και αυτός προς τον Θεόν λέγων˙ « Αναβίβασόν με, Κύριε, εκ φθοράς» (της ψυχικής δηλαδή και της σωματικής φθοράς)˙ καθώς γαρ η άβυσσος ενοήθη τροπολογικώς επί της αμαρτίας˙ ούτω και η φθορά ακόλουθον είναι να νοηθή και αυτή τροπολογικώς επί της ψυχής˙ διότι και αν αθάνατος και άφθαρτος είναι η ψυχή κατά φύσιν, το να στερηθή όμως τον Θεόν, όστις είναι η ζωή και αφθαρσία των ψυχών και των πνευμάτων και το να κολάζεται αιωνίως εν τη γεέννη, τούτο κατά άλλον τρόπον φθορά της ψυχής εστί και θάνατος˙ όθεν είπεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος˙ «Θάνατος εις τον Αδάμ γέγονεν, ούχ ο της ψυχής από του σώματος χωρισμός, άλλ’ η της αθανάτου ψυχής από του Αγίου Πνεύματος αποφοίτησις». Έφη δε και ο Νύσσης Γρηγόριος ˙

45. Όθεν και ο Ζωναράς εν τω Γ΄ήχω της Οκτωήχου λέγει˙ «Τη αβύσσω των ημετέρων αμαρτιών την άβυσσον αντιτίθησι του ελέους και των οικτιρμών του Θεού˙ άβυσσος γαρ εστί το άμετρον πλήθος των υδάτων και βάθος. Άμετρα γουν, φησί, τα ημέτερα πταίσματα˙ οι οικτιρμοί σου δε άμετροι, όπερ και τω Δαβίδ είρηται˙ «Άβυσσος άβυσσον επικαλείται εις φωνήν των καταρρακτών σου, τουτέστι, το άμετρον πλήθος των ανθρωπίνων αμαρτιών, επικαλείται το άμετρον των σων οικτιρμών δια της φωνής των καταρράκτων σου: ήγουν των αγίων σου μαθητών, των ηχησάντων μέγα και κηρυξάντων δια του Ευαγγελίου μετάνοιαν».

«Αμαρτία εστίν η του Θεού αλλοτρίωσις, ός εστιν η αληθινή τε και μόνη ζωή» (Λόγος β΄κατ’ Ευνομίου), και ο Θεολόγος Γρηγόριος ˙ «Μία ζωή προς την ζωήν βλέπειν, ής θάνατος η αμαρτία ψυχής όλεθρος» (Λόγω Παραμυθητικώ εις τους εαυτού γονείς). Και πάλιν ο Νύσσης˙ «Ού γαρ αληθώς ζη ο την αληθή μη έχων ζωήν, των αμαρτωλών η ζωή ούκ αληθώς εστιν ό λέγεται, άλλ’ ονομάζεται μόνον˙ το γαρ γης αληθινής ζωής διεζευγμένον ζωή ούκ έστι» (Κεφ. ιε΄εις την επιγραφήν των Ψαλμών). Έφη δε και ο Χρυσορρήμων ˙ «Θάνατος ψυχής ασέβεια και βίος παράνομος. Ουκούν και ζωή ψυχής η του Θεού λατρεία και βίος ο ταύτη πρέπων» (Ομιλία περί Προσευχής).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Κύριον φωνείτε ώ μαθηταί, και διδάσκαλόν με˙ και γαρ πέφυκα˙ Σωτήρ εβόας˙ διο μιμείσθε τον τύπον, όν τρόπον εν μοι εθεάσασθε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αυτά τα ίδια λόγια του Κυρίου άπερ είπεν εις τους Μαθητάς του μετά τον ιερόν Νιπτήρα αναφέρει εδώ ο Πρόεδρος Μαϊουμά˙ «Γινώσκετε τι πεποίηκα υμίν; Υμείς φωνείτέ με ο Διδάσκαλος και ο Κύριος˙ και καλώς λέγετε˙ ειμί γαρ. Εί ούν ένιψα υμών τους πόδας ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, και υμείς οφείλετε αλλήλων νίπτειν τους πόδας˙ υπόδειγμα γαρ έδωκα υμίν, ίνα, καθώς εγώ εποίησα υμίν, και υμείς ποιήτε» (Ιω. ιγ΄15). Εισάγει λοιπόν ο Μελωδός τον Κύριον λέγοντα προς τους Μαθητάς του˙ εσείς, ώ φίλτατοι Μαθηταί μου, ονομάζετέ με Κύριον και Διδάσκαλον, και αληθώς τούτο λέγετε˙ διότι εγώ είμαι κατά φύσιν και Κύριος και Διδάσκαλος˙ Κύριος μεν, ως Ποιητής και Δημιουργός των απάντων˙ Διδάσκαλος δε, ότι όλα όσα ήκουσα παρά του Πατρός μου, εφανέρωσα εις εσάς, και εδίδαξα ˙ όθεν επειδή ίδετε εμέ τον Κύριον και Διδάσκαλόν σας, ότι ένιψα τους πόδας σας, μιμείσθε τον τύπον τούτον όπου σας παρέδωκα, και ταπεινοφρονούντες, νίπτετε και εσείς ένας του άλλου τους πόδας˙ και μ’ όλον ότι το ιδικόν μου παράδειγμα είναι ανώτερον από το πρόσταγμα τούτο όπου σας δίδω˙ εκεί μεν γαρ εις το ιδικόν μου παράδειγμα , ο φύσει Δεσπότης νίπτει τους πόδας των φύσει δούλων του, και μάλιστα δούλων αχαρίστων και αγνωμόνων˙ όθεν είπεν ο Ευθύμιος˙ «Και τούτο δε της αφάτου ταπεινώσεως αυτού το δούνα εαυτόν παράδειγμα, τον πλάστην τοις πλάσμασι, και τρόπον τινά συγκρίνεσθαι τον ασύγκριτον»˙ ενταύθα δε εις την προσταγήν μου, οι δούλοι μέλλουν να νίπτουν τους πόδας των ομοδούλων των, το οποίον εχρεώστουν να κάμουν και χωρίς να είναι προσταγή ιδική μου. Εκ του μείζονος λοιπόν εις το έλαττον μεταχειριζόμενος το επιχείρημα ο πάνσοφος Κύριος, αναγκαστικώς και εντρεπτικώς νομοθετεί εις τους Αποστόλους του την ταπείνωσιν.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ρύπον τις μη έχων απορρυφθήναι, ου δείται πόδας˙ καθαροί ώ μαθηταί υμείς δε, ουχί πάντες˙ ροπή γαρ ατάκτως εξ υμών ενός μαίνεται.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτο το Τροπάριον από το ευαγγελικόν ρητόν ερανίσθη ο Μελωδός˙ έφη γαρ ο Ιωάννης ότι, όταν ο Πέτρος επείσθη εις το να νίψη τους πόδας αυτού ο Κύριος, τότε ο Κύριος είπε προς αυτόν˙ «Ο λελουμένος ού χρείαν έχει ή τους πόδας νίψασθαι, άλλ’ έστι καθαρός όλος˙ και υμείς καθαροί εστέ, άλλ’ ουχί πάντες˙ ήδει γαρ τον παραδιδόντα αυτόν, δια τούτο είπεν˙ ουχί πάντες καθαροί εστέ» (Ιω. ιγ’ 10). Ταύτα λοιπόν τα ίδια λόγια του Κυρίου εκτίθεται και εδώ ο Ασματογράφος, λέγων ότι όποιος είναι λελουμένος, και δια τούτο ρύπον αμαρτίας και μολυσμόν δεν έχει, αυτός δεν χρειάζεται να καθαρισθή κατά τους πόδας˙ και εσείς δε, ώ Μαθηταί μου, καθαροί είσθε, άλλ’ όχι όλοι˙ επειδή η προς την κακίαν ροπή και κλίσις ενός από σας (δηλαδή του Προδότου Ιούδα) και η διεστραμμένη αυτού προαίρεσις ατάκτως μαίνεται κατ’ εμού. Όχι λοιπόν δια εσάς έγινεν ο Νιπτήρ, επειδή και είσθε όλοι καθαροί, αλλά δια την ακαθαρσίαν της ψυχής του Προδότου, ο οποίος και μετά τον Νιπτήρα έμεινεν ο αυτός, ακάθαρτος δηλαδή και μεμελανωμένος, και ως αράπης δεν απέβαλε την μελανάδα και ασχημίαν της αμαρτίας, καθώς είπεν ο Ιερεμίας˙ «Εί αλλάξεται αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής και υμείς δυνήσεσθε εύ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά» (Ιερ. ιγ΄23).

Ήθελε δε απορήση τινάς, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, πως είπε τους Μαθητάς του ο Κύριος καθαρούς εις καιρόν όπου δεν ελυτρώθησαν ακόμη από τας αμαρτίας, ούτε έλαβον Πνεύμα Άγιον; Ακόμη γαρ δεν εσφάγη ο Αμνός ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Εις λύσιν λοιπόν της απορίας λέγομεν ότι καθαροί ήτον κατά τούτο, καθό εδέχθηκαν τον λόγον και την διδασκαλίαν του Κυρίου, και ελευθερώθησαν από την Ιουδαϊκήν πλάνην˙ «Ήδη γαρ, φησίν ο Κύριος προς αυτούς, ήδη υμείς καθαροί εστέ δια τον λόγον όν λελάληκα υμίν» (Ιω. ιε΄3). Μερικοί δε Πατέρες (εξ ών είναι και ο της Αλεξανδρείας Κύριλλος) λέγουν ότι ο Κύριος ένιψε τους πόδας των Μαθητών του, όχι διότι είχον μολυσμόν, αλλά δια να κάμη αυτούς ετοίμους και επιτηδείους εις τον δρόμον του Ευαγγελίου, ίνα φαίνωνται ωραίοι και εύμορφοι κατά το ρηθέν υπό του Ησαΐου˙ «Ως Ώρα επί των ορέων, ως πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά» (Ησ. νβ΄7). Όθεν, έλεγε τρόπον τινά εις αυτούς ο Κύριος ˙ υμείς, ώ Μαθηταί μου, καθαροί εστέ, αλλά εις τον εαυτόν σας˙ πρέπει δε να αποσταλθήτε δια να καθαρίσητε και τους άλλους˙ το οποίον τούτο δηλούται δια του νιψίματος των ποδών σας.

Και λοιπόν ο Νιπτήρ δεν μας δίδει να νοήσωμεν κάθαρσιν των αμαρτιών των Αποστόλων˙ καθαροί γαρ αυτοί μαρτυρούνται, αλλά είναι ένα σύμβολον ότι αυτοί στέλλονται εις το κήρυγμα ίνα μεταδώσουν και εις τους άλλους την παρά του Λόγου του Χριστού δοθείσαν εις αυτούς καθαρότητα˙ και αυτά τα λόγια του Κυρίου ακριβέστερον ερμηνευόμενα, τούτο δηλούσιν˙ ο λελουμένος δεν έχει χρείαν να καθαρισθή κατά το σώμα, πάρεξ μόνον κατά τους πόδας, οίτινες έχουν να κοπιάζουν εις το κήρυγμα, δια να φαίνωνται ωραίοι και εύμορφοι. Ο δε Αρεοπαγίτης Διονύσιος αναγωγικώτερον τους πόδας ενόησεν εις την ακροτάτην της ψυχής κάθαρσιν, και εις τας εσχάτας της ψυχής φαντασίας˙ ούτω γαρ λέγει εν τω τρίτω περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας κεφαλαίω˙ «Ότι μεν ούν, ως τα λόγια φησίν, ο λελουμένος ού δείται τινός ετέρας, ει μη της των άκρων, είτουν εσχάτων εαυτού νίψεως˙ δι’ ής ακροτάτης καθάρσεως εν πανάγνω του θεοειδούς έξει, και προς τα δεύτερα προϊών αγαθοειδώς, άσχετος έσται». Και πάλιν˙ «Τους επί την παναγεστάτην (ήτοι παναγιωτάτην) ιόντας Ιερουργίαν, αποκεκαθάρθαι δει και τας εσχάτας της ψυχής φαντασίας».

Ωδή ζ΄. Ο Ειρμός.

Οι Παίδες εν Βαβυλώνι, καμίνου φλόγα ούκ έπτηξαν, άλλ’ εν μέσω πυρός εμβληθέντες, δροσιζόμενοι έψαλλον˙ ευλογητός εί Κύριε, ο Θεός των Πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Ο Ειρμός ούτος ιστορικώς και πολλά φανερώς μελουργηθείς υπό του Ιεράρχου Κοσμά, δεν χρειάζεται ερμηνείαν και εξήγησιν˙ και αυτώ γαρ τω τυφλώ είναι φανερός, κατά την κοινήν Παροιμίαν˙ δια τούτο αυτός εαυτόν άς ερμηνεύη εις τους τούτον αναγινώσκοντας, ή ψάλλοντας, ή ακούοντας.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Νευστάζων κάραν Ιούδας, κακά προβλέπων εκίνησεν, ευκαιρίαν ζητών παραδούναι, τον κριτήν εις κατάκρισιν˙ ός πάντων εστί Κύριος, και Θεός των πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Καθώς ο Ισραηλιτικός λαός φεύγων από την Αίγυπτον, επροστάχθη από τον Μωϋσήν να κλέψη από τους Αιγυπτίους σκεύη χρυσά και αργυρά και σκολαρίκια και βραχιόλια και περιτραχήλια των Γυναικών, τα οποία αφιέρωσαν εις τον Θεόν, και έκαμαν δια της τοιαύτης αφιερώσεως άγια τα μη άγια, ακολούθως δε δια μέσου αυτών εστόλισαν ύστερον την Σκηνήν του Θεού˙ τοιουτοτρόπως και ο Ιερός Κοσμάς ο αληθινός Ισραηλίτης, ο νέος Βεσελεήλ και αρχιτέκτων της εμμούσου και εμμελούς των ασματικών Κανόνων Σκηνής, άφ’ ού πρότερον εστόλισε τους ιερούς του Κανόνας με διαφόρους στολισμούς τιμίους και ιερούς, τους από της Παλαιάς Γραφής, λέγω,και τους από της Νέας του Ευαγγελίου, τώρα στολίζει το Τροπάριον τούτο και από την εξωτερικήν παιδείαν, ήγουν από την Οδύσσειαν του Ποιητού Ομήρου˙ την αρχήν γαρ του Τροπαρίου τούτου κλέπτει από το Σ, της ρηθείσης Οδυσσείας˙ εκεί γαρ εισάγει ο Ποιητής τον Οδυσσέα, ότι επέστρεψεν εις τον οίκόν του, ως ένας ξένος και πτωχός, και ότι ύβρισεν ένα από τους μνηστήρας της Γυναικός του Πηνελόπης Αμφίνομον ονομαζόμενον˙ ο δε Αμφίνομος εκείνος, θυμωθείς δια τας ύβρεις, ανεχώρησε νεύων την κεφαλήν του, και κακά μελετών κατά του Οδυσσέως˙ ούτω γαρ εκείνος κατ’ έπος φησίν.

Αυτάρ ό βή κατά δώμα, φίλον τετιημένος ήτορ, (ήτοι τιμωρούμενος κατά την καρδίαν).

Νευστάζων κεφαλήν˙ δη κακόν όσσετο θυμώ (ήτοι έβλεπε με την καρδίαν του και εμελέτα).

Ταύτα λοιπόν τα Ομηρικά λόγια μεταφέρων και μετακεντρίζων ο Μελωδός εις τον νέον Αμφίνομον Ιούδαν, τον τους δύο Νόμους του Θεού παραβάντα, τον γραπτόν και τον της Χάριτος, ούτω λέγει˙ νευστάζων την κάραν του ο Ιούδας (νευστάζων δε λέγεται, όταν τινάς μελετά μέσα εις την καρδίαν του να κάμη κακόν κατά τινός, και μαζί με τας νεύσεις και συγκαταθέσεις όπου κάμνει η ψυχή έσωθεν εν τη καρδία του εχθρού του, νεύει και κλίνει μαζί εξωτερικώς και την κεφαλήν του, φοβερίζων τρόπον τινά και δια των έξωθεν νεύσεων και κινήσεων της κεφαλής, ότι έχει να προξενήση χείριστα κακά εις τον εχθρόν) ο Ιούδας, λέγω, ούτω νεύων την αθλίαν του κεφαλήν και καταβιβάζων τα οφρύδια, και εδώ και εκεί μεταφέρων τους οφθαλμούς, και τα άλλα πάντα σχήματα και ιδιώματα ποιών τα των συλλογιζομένων, επρόβλεπε μεν κακά κατά του Διδασκάλου του Χριστού: ήτοι πάθη και Σταυρόν και θάνατον˙ εζήτει δε επιτήδειον καιρόν εις το να παραδώση προς κατάκρισιν τον Κριτήν του κόσμου˙ «Από τότε γαρ, φησίν ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, εζήτει ευκαιρίαν, ίνα αυτόν παραδώ» (Ματ. κστ΄16).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Υμίν ο Χριστός τοις φίλοις εβόα˙ εις παραδώσει με˙ ευφροσύνης λαθόντες, αγωνία και λύπη 46 συνείχοντο. Τις ούτος; Φράσον λέγοντες, ο Θεός ο των πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ο Ιερός Μελωδός έβαλε σκοπόν να μελουργήση όλα τα λαληθέντα και πραχθέντα εν τω μυστικώ Δείπνω εις τον παρόντα Κανόνα˙ δια τούτο μελοποιεί και τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου˙ «Και εσθιόντων αυτών, είπεν˙ αμήν λέγω υμίν, ότι εις εξ υμών παραδώσει με˙ και λυπούμενοι σφόδρα, ήρξαντο λέγειν αυτώ έκαστος αυτών˙ μη εγώ ειμί, Κύριε;» (Ματθ. κστ’ 21-22). Όθεν λέγει ότι ο Δεσπότης Χριστός, επειδή προεγίνωσκε τα μέλλοντα ως Θεός, και ότι ο Ιούδας έμελλε να τον προδώση, δια τούτο έλεγεν εις εσάς τους φίλους και Μαθητάς του, ότι ένας από εσάς έχει να με παραδώση˙ το δε ακόλουθον ελλειπτικώς και ασυνδέτως ερρέθη, και από δευτεροπροσωπίαν εις τριτοπροσωπίαν μετέβη˙ όθεν εάν προσθέση τινάς τον Γάρ, ή Γούν, ή άλλον τινά Σύνδεσμον, ευκόλως η σύνταξις ευοδωθήσεται ούτως ˙ ευφροσύνης γαρ λαθόντες (οι μαθηταί δηλ. λησμονήσαντες την ευφροσύνην όπου ελάμβανον εν τω Δείπνω) εστενοχωρούντο από αγωνίαν και λύπην, λέγοντες προς τον Κύριον˙ ειπέ εις ημάς, Κύριε Θεέ των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ειπέ, ποίος είναι ούτος όπου μέλλει να σε παραδώση; Ελυπούντο μεν γαρ, διότι φιλοδιδάσκαλοι όντες εκατηγορούντο ως προδόται˙ ηγωνίων δε, επειδή δεν απίστουν εις την πρόρρησιν του Κυρίου˙ όθεν εφοβούντο, μήπως υπό του Διαβόλου παρακινηθή τινάς εξ αυτών να παραδώση τον Διδάσκαλον˙ και μολονότι είχον συνειδός καθαρόν, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, όμως περισσότερον επίστευον εις τα λόγια του Χριστού, παρά εις τον εαυτόν των , ως ακριβέστερον από αυτούς γινώσκοντος τας καρδίας των.

46. Εν άλλοις αγωνία και φόβω γράφεται˙ καταλληλότερον δε είναι το ανωτέρω˙ καθότι το αγωνία και φόβω εισί συνώνυμα κατά ρήτορας, είτουν ταυτοσήμαντα σχεδόν˙ άλλως τε και το, λύπη, είναι σύμφωνον με τον λόγον του Ευαγγελιστού ειπόντος «Και λυπούμενοι σφόδρα» κτλ.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Μεθ’ όστις εμού την χείρα, τρυβλίω βάλλει θρασύτητι, τούτω πλήν καλόν ήν, πύλας βίου περάσαι μηδέποτε˙ τούτον ός ήν, εδήλου δε ο Θεός των Πατέρων ημών.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή ετελείωσε το ανωτέρω Τροπάριον ο Μελωδός εις την ερώτησιν όπου έκαμον οι Μαθηταί προς τον Κύριον˙ «Μήτι εγώ ειμί Κύριε;» δια τούτο κάμνει αρχήν του παρόντος Τροπαρίου την απόκρισιν όπου ο Κύριος εποίησε προς αυτούς λέγων˙ «Ο εμβάψας μετ’ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα, ούτός με παραδώσει» (Ματθ. κστ’ 23). Τρυβλίον δε είναι πινάκιον και αγγείον, μέσα εις το οποίον βάλλομεν τα φαγητά, και παραθέτομεν αυτά εις την τράπεζαν. Λέγει λοιπόν ο Μελωδός ότι όστις μετ’ εμού (υπερβατόν δε σχήμα εμεταχειρίσθη εδώ ˙ πρώτον μεν δια την ανάγκην της Ακροστιχίδος, ήτις απαιτούσε να αρχίζη από το Μ το Τροπάριον, και δεύτερον δια τον καλλωπισμόν όπου το υπερβατόν προξενεί εις τον λόγον˙ ούτω γαρ και οι ευδοκιμώτατοι των Ποιητών και Ρητόρων συνειθίζουν να μεταχειρίζωνται το τοιούτον σχήμα˙ μάλιστα δε αι επιστολαί του μεγάλου Παύλου του της Εκκλησίας πνευματικού Ρήτορος, είναι γεμάται από το σχήμα τούτο, καθώς αποδεικνύει ο κριτικώτατος Φώτιος, και ημείς εν τη ερμηνεία εκείνων εσημειώσαμεν)˙ όστις, λέγω, μετ’ εμού βάλη το χέρι του από θρασύτητα και αυθάδειάν του μέσα εις το αγγείον των φαγητών, εις τούτον ήτον συμφέρον να μη περάση ποτέ τας θύρας του βίου: ήτοι να μη περάση από κοιλίαν μητρός και να γεννηθή, ή και να έλθη εις την ζωήν ταύτην, κατά περίφρασιν.

Εφανέρωνε δε με τα λόγια ταύτα ο Κύριος ότι ήτον ο Ιούδας˙ ούτω γαρ ο Δεσπότης ελεεινολόγησε τον άθλιον Ιούδαν˙ «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι΄ού ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται˙ καλόν ήν αυτώ ει ούκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. ιστ’ 24). Με τα λόγια δε ταύτα δηλοί ο Κύριος ότι η ανυπαρξία είναι καλυτέρα της εν αμαρτίας υπάρξεως, κατά την ερμηνείαν του Ιερού Θεοφυλάκτου˙ κάλλιον γαρ ήτον εις τους κολαζομένους να μη υπάρχουν ολότελα, παρά να υπάρχουν και να κολάζωνται αιωνίως˙ τούτο δε λέγεται, όχι ότι η ύπαρξις και το να είναι κακόν εστί καθ’ εαυτό, άπαγε! Αγαθόν γαρ αυτό είναι, ως έργον της του Θεού αγαθότητος˙ αλλά το κακώς αυτό γενέσθαι εκ προαιρέσεως και μοχθηρίας του ανθρώπου˙ όθεν είπεν ο Δαμασκηνός Ιωάννης˙ «Εί και ο Κύριος έφη˙ «Συνέφερε τω ανθρώπω εκείνω εί ούκ εγεννήθη», ου την οικείαν κτίσιν κακίζων έλεγεν, αλλά την έξ οικείας προαιρέσεως και ραθυμίας (του ανθρώπου δηλ.) επιγενομένην τω κτίσματι αυτού κακίαν˙ η γαρ της οικείας γνώμης ραθυμία, άχρηστον αυτώ την του Δημιουργού ευεργεσίαν εποίησε» (Βιβλ. Δ΄κεφ. 98΄περί Πίστεως).

Όρα δε ότι, επειδή ο Ιούδας ελεγχόμενος κρυφίως δεν εδιωρθώνετο, δια τούτο φανερεί αυτόν ο Κύριος και με την έμβαψιν του τρυβλίου, και με την δεικτικήν αντωνυμίαν Ούτος˙ ειπών γαρ «Ούτός με παραδώσει», επαράστησε τον Ιούδαν όχι μόνον με τον λόγον, αλλά και με τον οφθαλμόν και με τον δάκτυλον˙ αν γαρ μόνον έλεγεν ότι ο Ιούδας θέλει με παραδώσει, τούτο αναμφιβόλως επαράσταινε τον προδότην. Τί δε θέλει να ειπή «Ο εμβάψας μετ’ εμού εν τω τρυβλίω την χείρα;» Λέγουσι τινές ότι οι μεν άλλοι Μαθηταί αιδώ και εντροπήν έχοντες προς τον Διδάσκαλον Χριστόν, όταν ο Κύριος εβούτα το ψωμίον εις το πινάκιον και έτρωγεν, αυτοί δεν συνεβούτων μαζί, ευλαβεία φερόμενοι προς τον Κύριον, άλλ’ εστέκοντο έως ότου να βουτήση εκείνος˙ ο δε Ιούδας, αναιδής και αδιάντροπος ών, εβούτα μαζί με τον Κύριον˙ όθεν και ο Ιερός Θεοφύλακτος είπεν˙ «Αναιδής δε ών ο Ιούδας, ανέβαπτεν εν τω τρυβλίω». Το αυτό λέγει και ο Ευθύμιος˙ «Τοσούτον του Διδασκάλου κατεφρόνησεν, ως μηδ’ υποστέλλεσθαι τούτον έτι, άλλ’ εμβάπτειν μετ’ αυτού». Ο δε Ιωάννης λέγει ότι ο Κύριος εμβάψας το ψωμίον (ψιλόν δηλαδή άρτον, και ουχί τον μυστικόν κατά τον κριτικόν Φώτιον) έδωκε τω Ιούδα˙ φαίνεται δε ότι έγιναν και τα δύο, ήγουν και ο Ιούδας, εβούτα εις το πινάκιον μετά του Κυρίου, και ο Κύριος έδωκεν αυτώ τον βουτημένον άρτον.

Ωδή η΄. Ο Ειρμός.

Νόμων πατρώων οι μακαριστοί, εν Βαβυλώνι νέοι προκινδυνεύοντες, βασιλεύοντος κατέπτυσαν, προσταγής αλογίστου, και συνημένοι ώ ούκ εχωνεύθησαν πυρί, του κρατούντος επάξιον ανέμελπον τον ύμνον˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αν ήτον μακαριστοί και επαινεμένοι κοντά εις τους Αθηναίους εκείνοι όπου εκινδύνευον δια την φύλαξιν των Νόμων του νομοθέτου Σόλωνος, και αν εμακαρίζοντο και ευφημούντο κοντά εις τους Λοκρούς εκείνοι όπου υπερμάχουν δια τους Νόμους του νομοθέτου Ζαλεύκου˙ πόσω μάλλον είναι μακαριστότεροι και επαινετώτεροι οι Θεολόγοι εκείνοι τρείς Παίδες, οι οποίοι εκινδύνευον εις την Βαβυλώνα δια την φύλαξιν των Νόμων των Πατέρων αυτών, τους οποίους Νόμους ο ίδιος Θεός ενομοθέτησεν εις τους Ιουδαίους δια μέσου του Προφήτου Μωϋσέως; Ούτω γαρ προστάζει και νομοθετεί ο Θεός˙ «Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα, όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υποκάτω της γης˙ ού προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς» (Εξ. κ΄4-5). Επειδή λοιπόν ο Βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ έστησε την εικόνα του εις πεδίον Δεηρά, και επρόσταξε να προσκυνήσουν αυτήν όλοι οι λαοί, και να την λατρεύσουν ως Θεόν, το οποίον ήτον παρανομώτατον και εναντιώτατον εις τον ανωτέρω Νόμον του Θεού˙ τούτου χάριν οι μακάριοι τρείς Παίδες επροτίμησαν μεν τον Νόμον του Θεού, έπτυσαν δε εναντίον της αλόγου ταύτης του βασιλέως προσταγής. Δηλούται δε δια του πτύσματος η υπερβολική καταφρόνησις όπου δείχνει τινάς εις ένα πράγμα˙ ούτω γαρ συνειθίζουν να πτύουν οι άνθρωποι εκείνους όπου με υπερβολήν καταφρονήσουν ως ανόητους και μωρούς.

Όθεν εξ αιτίας της καταφρονήσεως ταύτης εβάλθησαν οι αοίδιμοι εκείνοι μέσα εις την κάμινον˙ πλήν, αν και ήτον ενωμένοι με το πύρ, δεν εχωνεύθησαν όμως από αυτό παντελώς, διότι δεν κατεκάησαν, καθώς κατακαίονται τα ξύλα και ο χόρτος και η καλάμη (η καλαμία) όπου μείνη μετά το θέρος εις το χωράφι˙ δεν ανέλυσαν, καθώς αναλύεται το μολίβι και το ασήμι και το μάλαγμα, άλλ’ έμειναν εις την φωτίαν, ως ένα πράγμα όπου δεν έχει φύσιν να καίεται από το πύρ, μηδέ να χωνεύεται˙ καθώς είναι η σαλαμάνδρα εκ των ζώων, ο λάριξ εκ των ξύλων, και η πανταρβή και άσβεστος εις των λίθων. Και λοιπόν φυλαχθέντες σώοι και αβλαβείς έως και αυτής της τριχός˙ «Ούχ ύψατο γαρ, φησίν, αυτών τοκαθόλου το πύρ, ουδέ ελύπησεν, ουδέ παρηνώχλησεν αυτούς» (Αίν. 26)˙ αβλαβείς, λέγω φυλαχθέντες, ανέμελπον συμφώνως και οι τρεις ένα ύμνον άξιον του κρατούντος και βασιλεύοντος και εξουσιάζοντος τα πάντα Θεού. Διατί δε ούτως είπεν ο Μελωδός, εις καιρόν όπου ουδέ αυτός ο ύμνος των υπερτάτων Χερουβίμ και Σεραφίμ είναι Θεού άξιος; Αποκρινόμεθα ότι όποιος στοχασθή τον ύμνον όπου είναι δυνατός εις την ανθρωπίνην ασθένειαν, δεν θέλει ονομάσει και τον ύμνον των τριών Παίδων ανάξιον Θεού, αλλά άξιον˙ καθότι το κατά δύναμιν ανθρωπίνην επρόσφερον ˙ Θεώ δε φίλον το κατά δύναμιν, κατά τον ειπόντα, και μάλιστα , διότι συγκαλούσιν όλα τα κτίσματα ουράνια και επίγεια εις ύμνον και έπαινον του ταύτα κτίσαντος Θεού.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Οι δαιτυμόνες οι μακαριστοί, εν τη Σιών τω Λόγω προσκαρτερήσαντες, οι απόστολοι παρείποντο, τω ποιμένι ως άρνες, και συνημμένοι, ώ ούκ εχωρίσθησαν Χριστώ, θείω λόγω τρεφόμενοι, ευχαρίστως εβόων˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Καθώς αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ονομάζεται με διαφόρους ονομασίας˙ καλείται γαρ παρά τοις θεοίς Ευαγγελίοις και άρτος και ποιμήν˙ άρτος μεν, ως εν τω, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής» (Ιω. στ’ 48)˙ ποιμήν δε, ως εν τω, «Εγώ ειμι ο ποιμήν ο καλός» (Ιω. ι΄11)˙ τοιουτοτρόπως και οι του Κυρίου μαθηταί και δαιτυμόνες ονομάζονται και πρόβατα˙ δαιτυμόνες μεν, ως φιλευθέντες με τον εν τω μυστικώ Δείπνω εκ του Ουρανού καταβάντα άρτον, και ως φαγόντες, κατά το ψαλμικόν, άρτον Αγγέλων˙ δαις γαρ και δαιτύς λέγεται η ευωχία και τροφή˙ εκ δε του, δαιτύς, παράγεται το δαιτυμόνες, ό δηλοί τρεφόμενοι, ευωχούμενοι˙ πρόβατα δε, διότι ηκολούθησαν εις τον ποιμένα Χριστόν με ακακίαν και απλότητα ως πρόβατα. Δια τούτο ο Μελωδός εδώ σεμνύει και τιμά τους Αποστόλους με τα δύο ταύτα ονόματα, και λέγει περί αυτών˙ οι αξιομακάριστοι δαιτυμόνες, οι φιλευόμενοι με το σωτήριον Δείπνον του Κυριακού σώματός τε και αίματος, αυτοί επρόσμειναν εν τη αγία Σιών, ήτις ήτον ακρόπολις της Ιερουσαλήμ, εν ή ο Δεσπότης Χριστός παρέδωκε τα Μυστήρια, ως λέγει ο θείος Δαμασκηνός, και όρα εις την ερμηνείαν του Τροπαρίου της Κοιμήσεως του λέγοντος˙ «Ως επί νεφέλης, Παρθένε», κατά την Ε΄Ωδήν του α’ Κανόνος˙ οι Απόστολοι, λέγω, επρόσμειναν κοντά εις τον ενυπόστατον Λόγον του Θεού, και ακολούθουν αυτώ, καθώς ακολουθούσι τα άκακα αρνία εις τον ποιμένα των˙ και ενωμένοι όντες με τον Χριστόν, από τον οποίον δεν εχωρίσθησαν˙ ίδιον γαρ του Χριστού είναι το να συνάγη, καθώς είναι του Διαβόλου το να σκορπίζει» (Ματθ. ιβ΄30) ˙ ενωμένοι, λέγω, όντες οι Απόστολοι με τον Δεσπότην Χριστόν, ετρέφοντο με θείον λόγον της διδασκαλίας του˙ όθεν και ευχαρίστως εβόων˙ «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα και τα εξής».

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Νόμου φιλίας ο δυσώνυμος Ισκαριώτης γνώμη επιλαθόμενος, ούς ενίψατο ηυτρέπισεν εις προδοσίαν πόδας, και σου εσθίων άρτον, σώμα θείον, επήρε πτερνισμόν επί σε, Χριστέ, και βοάν, ού συνήκε˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Με τούτο το Τροπάριον υπερβολικώς ελέγχει την απανθρωπίαν του Ιούδα ο Ιερός Μελωδός. Ο αχάριττος, λέγει, και προδότης εκείνος δεν σε εντράπη, ώ Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ως Διδάσκαλον μαθητής, ούτε σε εφοβήθη ως Δεσπότην δούλος, ούτε σε ευλαβήθη, ως δοτήρα σημείων και θαυμάτων υπερφυσικών, τα οποία ενήργησε και αυτός εν τω ονόματί σου μαζί με τους άλλους Αποστόλους, άλλ’ ουδέ κάν σε ευλαβήθη ως φίλον φίλος, και ως συμφάγοντα με αυτόν άλας και ψωμί, αλλά ελησμόνησε με εκούσιον γνώμην και αυτόν τον νόμον της φιλίας, τόσον τον παλαιόν τον λέγοντα «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Λευτ. Ιθ’ 18), όσον και τον νέον του Ευαγγελίου, τον λέγοντα «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. ιε΄13). Τους νόμους τούτους λησμονήσας ο δυσώνυμος Ιούδας, τους πόδας εκείνους, τους οποίους ενίφθη προ ολίγων στιγμών από τους αχράντους σου χείρας, Κύριε, αυτούς τους ιδίους, ώ ψυχής αγνώμονος! Ετοίμασε δια να υπάγη με αυτούς να σε προδώση˙ και αυτός όπου έτρωγε τον άρτον σου και ετρέφετο παρά σου, επήρε την πτέρναν του εναντίον σου, Κύριε, καθώς επροφήτευσεν ο Ψαλμωδός λέγων˙ «Ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτερνισμόν» (Ψαλ. μ΄10) (τουτέστι δόλον και απάτην κατ’ εμού συνέθηκε). Λέγεται δε τούτο από μεταφοράς εκείνων όπου παλαίουσιν, οι οποίοι βάλλοντες τα σκέλη υποκάτω εις τους αντιπαλαιστάς των , και καταπατούντες αυτών τας πτέρνας, ρίπτουσιν αυτούς κάτω. Όθεν ο Ιούδας ως ασύνετος δεν εσυνετίσθη να ειπή τον θεοπρεπή εκείνον ύμνον των τριών Παίδων.

Δυσώνυμος δε λέγεται ο Ιούδας, όχι διότι το όνομα Ιούδας είναι κακόν, εκ του ιού (φαρμάκι) και του δαίω (το καίω), καθώς τινές είπον, ένας από τους οποίους είναι και ο ανώνυμος ερμηνευτής, ουδέ διότι το όνομα Ισκαριώτης είναι πονηρόν, εκ του ιού και του καίω ετυμολογούμενον, μάλιστα δε το όνομα Ιούδας είναι εύφημον, Ιούδας γαρ εξομολόγησις ερμηνεύεται, η δε εξομολόγησις όχι μόνον δεν είναι δυσώνυμον, αλλά και των ευφήμων ευφημότερον. Όχι λοιπόν δια το όνομά του λέγεται ο Ιούδας δυσώνυμος, όχι! Αλλά διότι, όταν ένας άνθρωπος πράξη ένα μέγα κακόν, ή εις ένα τόπον ακολουθήση κανένα μεγάλον άτοπον, τότε συνειθίζομεν να κακοονομάζωμεν και τον άνθρωπον εκείνον,και τον τόπον εκείνον, αν και τα ονόματα αυτών είναι εύφημα. Ούτω χάριν λόγου Σίμωνα τον Σαμαρέα, Κακοσίμωνα ονομάζομεν δια τας αιρέσεις και τας μαγείας του˙ και τον μονοφυσίτην Ευτυχή, ονομάζομεν Δυστυχή˙ από τα πονηρά γαρ δυσωνυμείται και το εύφημον όνομα του ανθρώπου,και αντιστρόφως, από τα καλά έργα ευφημείται και το δύσφημον όνομα του ανθρώπου˙ ούτω γαρ οι μάρτυρες Διόσκουρος και Μαξιμιανός και άλλοι, δύσφημα ονόματα έχοντες, δια το εύφημον όνομα του μαρτυρίου ευφήμως ονοματίζονται˙ εκ του εναντίου δε, από το εύφημον όνομα δεν ευφημολογούνται και τα πονηρά έργα. Ούτω λοιπόν και ο Ιούδας δυσώνυμος λέγεται από τον Μεδωδόν και από όλον τον κόσμον δια το μέγα κακόν της προδοσίας δυσφημότερον; ή τι της προδοσίας και τοιαύτης προδοσίας δυσωνυμώτερον; Βέβαια ουδέν.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Εδεξιούτο το λυτήριον, της αμαρτίας σώμα ο ασυνείδητος, και το αίμα το χεόμενον, υπέρ κόσμου το θείον˙ άλλ’ ούκ ηδείτο πίνων, ό επίπρασκε τιμής, ού κακία προσώχθισε, και βοάν ού συνήκε˙ Τον Κύριον υμνείτε τα έργα, και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Και τούτο το Τροπάριον είναι όμοιον με το ανωτέρω˙ ελέγχει γαρ και δια τούτου ο Μελωδός την άκραν ασυνειδησίαν και την κατά του Κυρίου υπερβολικήν αχαριστίαν του προδότου Ιούδα˙ λέγει γαρ ότι ο ασυνείδητος Ιούδας ελάμανεν εις την δεξιάν χείρα του (τούτο γαρ δηλοί το εδεξιούτο ) το Θείον σώμα του Κυρίου, το οποίον ήτον λυτρωτήριον της αμαρτίας των ανθρώπων. Τούτο δε ερανίσθη από τον λόγον του Κυρίου, όν είπε˙ «Λάβετε φάγετε˙ τούτο εστι το σώμα μου» (Ματθ. κστ’ 26). Ού μόνον δε το σώμα, αλλά και το αίμα έλαβεν εις χείρας ο ασυνείδητος, ούκ αμέσως, αλλά δια μέσου του ποτηρίου του περιέχοντος αυτό, το οποίον αίμα εχύνετο δια την σωτηρίαν του Κόσμου˙ ευαγγελική δε είναι και η ρήσις αύτη˙ «Τούτο γαρ, φησίν ο γλυκύς Ιησούς, τούτό εστι το αίμά μου το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ’ 28).47

47. Ότι μεν είχεν ο Κύριος ομοτράπεζόν του τον Ιούδαν εις την κοινήν τράπεζαν, ήν μετά των μαθητών έφαγε κατά την εσπέραν της μεγάλης Πέμπτης (όπερ ήτον αρχή της μεγάλη Παρασκευής ˙ από την εσπέραν γαρ άρχεται η κάθε ημέρα κατά την τάξιν της Εκκλησίας) τούτο οι θείοι Ευαγγελισταί λέγουσιν, ό, τε Ματθαίος , Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης˙ εάν δε είχεν αυτόν συγκοινωνόν και εις την των θείων Μυστηρίων πνευματικήν τράπεζαν, και αν αυτώ μετέδωκε του τιμίου αυτού σώματος και αίματος, τούτο αμφίβολον εστιν˙ ο μεν γαρ θείος Χρυσόστομος και Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και εκ μέρους ο Θεοφύλακτος και ο Μελωδός ούτος Κοσμάς και άλλοι πλείστοι θέλουσι να ήτον παρών ο Ιούδας, όταν ο Κύριος παρέδωκε τα Μυστήρια, και ότι να εκοινώνησεν εξ αυτών˙ αι δε διαταγαί των Αγίων Αποστόλων Βιβλ. ε’ Κεφ. δ’ λέγουσι˙ «Παραδούς δε ημίν τα αντίτυπα Μυστήρια του τιμίου σώματος αυτού και αίματος, Ιούδα μη συμπαρόντος ημίν,εξήλθεν εις το Όρος των ελαιών». Ομοίως και ο Ισαπόστολος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τούτο το ίδιον θέλει, λέγων˙ «Καθό και αυτός ο των συμβόλων δημιουργός (ο Χριστός δηλ.) αποκληροί δικαιότητα τον ουχ οσίως αυτώ και ομοτρόπως τα ιερά συνδειπνήσοντα» (Κεφ. γ’ περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας). Όπερ σχολιάζων Μάξιμος ο σοφός, λέγει˙ «Εκ δε των εξής ευλόγως αν τις φαίη ότι μετά το εξελθείν εκ του Δείπνου τον Ιούδα παρέδωκεν ο Χριστός τοις Μαθηταίς το Μυστήριον». Τούτους συμφωνεί και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος ειπών˙ «Μετά το εξελθείν τον Ιούδαν παραδίδωσι τοις ένδεκα ο Σωτήρ το σωτηριώδες Μυστήριον» (παρά τη Σειρά του κατά Ματθαίον ). Αλλά και ο Ιερός Θεοφύλακτος τούτοις συνάδων εκ μέρους, ούτω φησί˙ «Τινές δε φασίν ότι, εξελθόντος του Ιούδα , μετέδωκε των Μυστηρίων τοις άλλοις Μαθηταίς. Ουκούν και ημείς ούτω ποιείν οφείλομεν, και τους πονηρούς απείργειν των Μυστηρίων» (Ερμηνεία εις το κστ’ του κατά Ματθαίον). Πότε δε τον μυστικόν Δείπνον ο Κύριος παρέδωκεν; Αφ’ ού έβαψε το ψωμίον εις το τρυβλίον και έδωκεν αυτό εις τον Ιούδαν, ως λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης˙ «Και εμβάψας το ψωμίον δίδωσιν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτη. Λαβών ούν το ψωμίον εκείνος, ευθέως εξήλθεν˙ ήν δε νύξ» (Ιω. ιγ’ 26-30). Το ψωμίον δε εκείνο δεν ήτον σώμα Χριστού, αλλά άρτος κοινός από την κοινήν τράπεζαν, ως λέγει ο κριτικός Φώτιος, και ημείς προείπομεν.

Και δεν εντρέπετο, λέγει ο σκληρόκαρδος και απανθρωπότατος μαθητής να πίνη το αίμα εκείνο του διδασκάλου του, το οποίον προεπώλησεν εις τους Αρχιερείς δια τριάκοντα αργύρια, οίτινες και έλεγον περί τούτων˙ «Ούκ έξεστι βαλείν αυτά εις τον κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστιν» (Ματθ. κζ’ 6). Ούτε λοιπόν τούτο εντρέπετο ο ασυνείδητος Ιούδας, το να πίνη εκείνο το αίμα όπου προλαβών επώλησε. Και ποίος είναι τόσον αδιάντροπος, ώστε να πωλή πρώτον αίμα, και να παίρνη την τιμήν του από τον αγοραστήν, έπειτα πάλιν αναισχύντως να πίνη αυτό όπου επώλησεν; Βέβαια ουδείς. Όθεν ο άθλιος Ιούδας δεν εμετανόησε δια την αμαρτίαν της προδοσίας, ούτε εμίσησε και εσιγχάθη την κακίαν της προαιρέσεώς του, καθώς ο Ιεροψάλτης προείπε τούτο περί του Παρανόμου˙ «Παρέστη πάση οδώ ούκ αγαθή˙ κακία δε ού προσώχθισε» (Ψαλ. λε’ 5) , άλλ’ ουδέ εσυνετίσθη ο ασύνετος να ειπή και αυτός τον θεοπρεπή εκείνον ύμνον μετά των τριών Παίδων˙ «Τον Κύριον υμνείτε τα έργα και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας».

Ωδή θ΄. Ο Ειρμός.

Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί πιστοί δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα λόγον, εκ του Λόγου μαθόντες, όν μεγαλύνομεν.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Αφ’ ού εις τας προλαβούσας Ωδάς ιστορικώς εδιηγήθη ο Μελωδός τα περί του θείου Δείπνου, τώρα εις την παρούσαν Ωδήν ηθικώτερον εκλαμβάνει περί αυτού. Και λοιπόν επιστρέφων τον λόγον προς τον ευσεβή λαόν, και παρακινών όλους εις το να μεταλάβουν τα θεία Μυστήρια, με συμβουλευτικόν το σχήμα λέγει προς αυτούς ˙ Ελάτε, ώ πιστοί Χριστιανοί, και καθαρθέντες πρότερον με την πρέπουσαν προετοιμασίαν της εξομολογήσεως των αμαρτιών και της συγχωρήσεως των εχθρών, και της αποδιώξεως του μίσους, και καλλωπισθέντες με το καθαρόν συνειδός, ούτως ας προσέλθωμεν εις τα θεία Μυστήρια, και άς απολαύσωμεν την ξενίαν την Δεσποτικήν: ήτοι την φιλοξενίαν όπου κάμνει σήμερον εις ημάς ο Δεσπότης Χριστός, και την αθάνατον και πνευματικήν τράπεζαν όπου εις τους αξίους παρατίθεται˙ τρέφει γαρ ημάς με το άφθαρτον και πανακήρατον αυτύ αίμα. Και δια να ειπώ καθολικώς, εις την φιλοξενίαν και την σημερινήν τράπεζαν των φρικτών Μυστηρίων δείχνει και παραθέτει ο Θεός εις ημάς την μεγαλητέραν του σοφίαν, την μεγαλητέραν του δύναμιν, και τον μεγαλήτερον πλούτον της αυτού αγαθότητος˙ όθεν γλαφυρώς είπεν ο Ιερός Αυγουστίνος˙ «Σοφώτατον όν το Θείον, πλείω διδόναι της ιεράς ταύτης ουκ οίδε θυσίας˙ παντοδύναμον όν, πλείω διδόναι ούκ ίσχυσε˙ πλουσιώτατον όν, διδόναι πλείω ούκ έσχε» (εν τω Προοιμίω της ιεράς Κατηχήσεως του Βούλγαρι). Δεν είναι κατώτερα και τα λόγια του μεγάλου της Θεσσαλονίκης Γρηγορίου ούτως έχοντα˙ «Βασιλική εκτελούμεθα πορφύρα προσερχόμενοι τοις Μυστηρίοις, μάλλον δε, βασιλικόν αίμά τε και σώμα, και προς θείαν, ώ του θαύματος! υιότητα μεταποιούμεθα, της λαμπρότητος του Θεού μυστικώς γενομένης έφ’ ημάς, και περιλαμψάσης εξαισίως, και δύναμιν παρεχούσης κατά την επαγγελίαν, εν τη παρουσία του Πατρός ημών λάμψειν καθάπερ ήλιος» (Λόγω περί Μυστηρίων). Αλλά και ο Αλεξανδρείας Κύρριλος ερμηνεύων το, «Ο τρώγων μου την σάρκα», λέγει˙ «Ώσπερ εί τις σπινθήρα λαβών αχύροις εγκαταχώσοι πολλοίς , ίνα σωζόμενον έχη το του πυρός σπέρμα, ούτω και εν ημίν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δια της ιδίας σαρκός εναποκρύπτει την ζωήν, και ώσπερ τι σπέρμα της αθανασίας εντίθησιν όλην την εν ημίν αφανίζον φθοράν».

Πού δε ταύτην την τράπεζαν να απολαύσωμεν; εις τόπον υψηλόν και υπερώον˙ εν τω ανωγέω γαρ παρέδωκεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους του τα Μυστήρια˙ «Κακείνος γαρ, φησίν, υμίν δείξει ανώγεων μέγα εστρωμένον˙ εκεί ετοιμάσατε (το Πάσχα)» (Λουκ. κβ΄12). Διότι αν και ο Κύριος εκαταδέχθη να συγκαταβή έως εις την ιδικήν μας εσχατιάν και ταπείνωσιν, άλλ’ όμως πάλιν ως Θεός εις τους υπερώους τόπους χαίρει και υψηλούς˙ τί δε άλλο νοείται το ανώγεων, πάρεξ αι υψηλαί φρένες, αι αναβαίνουσαι και μετεωριζόμεναι εις τας υψηλάς περί Θεού Θεωρίας; Ας απολαύσωμεν λοιπόν διπλώς της αθανάτου τραπέζης των θείων και φρικτών Μυστηρίων σήμερον, αδελφοί, και αισθητώς δηλαδή και νοητώς˙ αισθητώς μεν, τρώγοντες τον ηγιασμένον άρτον, και πίνοντες τον ηγιασμένον οίνον: ήτοι το σώμα και αίμα του Κυρίου˙ νοητώς δε, απολαμβάνοντες αυτών εν ταις περί Θεού υψηλαίς νοήσεις και θεωρίαις, ως εν τινες υπερώω τόπω ευρισκόμενοι πάσης της γης και των γηίνων εξηρημένω˙ ανώγεων γαρ, κατά τον Ιερόν Θεοφύλακτον, είναι η υψηλή του νοός χώρησις, τα θεία, λέγω, και νοητά πράγματα, εις τα οποία ο πνευματικός νους εμφιλοχωρεί και ενδιατρίβει. Εστρωμένα δε είναι ταύτα εις τον τοιούτον νουν, καθότι δεν ευρίσκεται εις αυτά κανένα τραχύ και σκολιόν, αλλά και τα σκολιά ως ευθέα νοεί ο τοιούτος νους˙ όθεν είπεν ο Σολομών˙ «Πάντα ευθέα εστί τοις νοούσι, και ορθά τοις ευρίσκουσι γνώσιν» (Παρ. η’ 9).

Δύναται δε να νοηθή το εστρωμένον ανώγεων και με υψηλότερον τρόπον, κατά τον αυτόν Θεοφύλακτον. Η φυσική κατάστασις και ενέργεια του νοός ανώγεων εστρωμένον λέγεται˙ ει γαρ και ο νους εν τη κατά φύσιν ενεργεία και γνώσει διάγων, υψηλόν πράγμά εστιν˙ άλλ’ όμως αύτη η φυσική γνώσις αυτού έστρωται: ήτοι είναι χθαμαλή τε και ταπεινή, συγκρινομένη με την υπέρ φύσιν και νούν γνώσιν αυτού˙ όταν δε αρπαγή υπό της χάριτος και φθάση εις την υπέρ νούν γνώσιν επάνω από κάθε ύψος, τότε δεν ενεργεί πλέον αυτός την κατά φύσιν αυτού ενέργειαν αυτοκινήτως, άλλ’ενεργείται και πάσχει ετεροκινήτως υπό του θείου φωτός, και εξίσταται πάσης φυσικής ενεργείας˙ καθώς και οι Προφήται λαμβανόμενοι κατά τον νούν από της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, εξίστανται πάσης φυσικής ενεργείας του νοός˙ όθεν και γέγραπται ότι έγινε λήμμα Κυρίου εις τον δείνα Προφήτην˙ ούτως αναγινώσκομεν εις τον Αββακούμ, «Το λήμμα ό είδεν Αββακούμ ο Προφήτης» (Αββ. α’ 1), και εις τον Ζαχαρίαν, «Λήμμα λόγου Κυρίου» (Ζαχ. θ΄ 1), και εις τον Μαλαχίαν, «Λήμμα λόγου Κυρίου» (Μαλ. α’ 1) . (Όρα και εις την ερμηνείαν του εις την Ε΄Ωδήν του Β΄Κανόνος της Κοιμήσεως εν τω Τροπαρίω τω λέγοντι «Το σκεύος διέπρεπεν»).

Πρώτον λοιπόν ημείς πρέπει να ετοιμάσωμεν το εστρωμένον ανώγεων: ήτοι να ενεργώμεν την κατά φύσιν ενέργειαν του ιδικού μας νοός , καταγινόμενοι πάντοτε εις θεωρίας και νοήματα πνευματικά˙ και άφ’ ού ημείς ετοιμασθώμεν και γένωμεν επιτήδειοι εις το να δεχθώμεν την υπερφυσικήν ενέργειαν και υπέρ νούν γνώσιν, τότε έρχεται εις ημάς ο Χριστός και τελεί τα Μυστήρια, ανάγων τον νούν ημών εις αρπαγάς και αλαλήτους θεωρίας.

Το δε «Επαναβεβηκότα λόγον εκ του Λόγου μαθόντες» διττώς νοείται˙ ή γαρ λέγει ότι ημείς εκ του λόγου του Ευαγγελίου μαθόντες τον Θεόν Λόγον, ότι ανέβη εις το υπερώον δια να εκτελέση το Πάσχα, μεγαλύνομεν αυτόν, ή μάλλον ειπείν, ημείς εκ του Θεού Λόγου του εις το ανώγεων το Δείπνον εκτελέσαντος μαθόντες λόγον επαναβεβηκότα: ήγουν αναγωγήν και αλληγορίαν υψηλοτέραν, μεγαλύνομεν αυτόν. Ποίος δε είναι ο επαναβεβηκώς λόγος; Άκουσον του Ιερού Θεοφυλάκτου, ότι, όταν εν ημίν ενεργή ο Θεός Λόγος, όχι μόνον θέλομεν νοήσει την του Πάσχα μετάληψιν, αλλά και τους υψηλοτέρους και βαθυτέρους λόγους των αισθητών και νοητών κτισμάτων θέλομεν συνετισθή, κατά το «Όψομαι, τους Ουρανούς έργα των δακτύλων σου» (Ψαλ. η΄4)˙ μαθηταί γαρ του Λόγου, μεθ’ ών ποεί το νοητόν Πάσχα, είναι πάντες οι λόγοι των γεγονότων, κατά τον ίδιον Θεοφύλακτον.

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Άπιτε τοις μαθηταίς, ο Λόγος έφη, το Πάσχα, εν υπερώω τόπω, ώ νους ενίδρυται, οις μυσταγωγώ σκευάσατε, αζύμω αληθείας λόγω˙ το στερρόν δε της χάριτος μεγαλύνατε.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Τούτο το Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός από τον λόγον όπου είπεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους λέγων˙ «Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το Πάσχα ίνα φάγωμεν… κακείνος υμίν δείξει ανώγεων μέγα εστρωμένον, εκεί ετοιμάσατε» (Λουκ. κβ΄8-12). Κοντά δε εις την κατά το γράμμα Ιστορίαν του Πάσχα συνάπτει ο Μελωδός και την κατά το Πνεύμα τούτου αναγωγήν και αλληγορίαν˙ και ανώγεων μεν εννοεί το ηγεμονικόν της ψυχής, εις το οποίον κάθηται ο νούς ως βασιλεύς˙ δείπνον δε εννοεί τον ευσεβή λόγον της Πίστεως, ο οποίος και δι’ αζύμων και δι’ενζύμων συγκροτείται˙ και επί καλού γαρ και επί κακού λαμβάνονται και τα άζυμα και τα ένζυμα παρά τη θεία Γραφή. Άζυμος μεν ούν λέγεται ο λόγος της Πίστεως, δια την απλότητα και καθαρότητα και αλήθειαν, μη έχων την ζύμην, ήτις εις την υπόκρισιν εννοείται, ως είπεν ο Κύριος˙ «Προσέχετε από της ζύμης των Φαρισαίων, ήτις εστίν υπόκρισις» (Ματθ. ιστ΄6)˙ μακράν γαρ από κάθε υπόκρισιν είναι ο της Πίστεως λόγος, ούκ άλλος μεν ών, άλλος δε φαινόμενος, μηδέ έχων την ζύμην την παλαιάν: ήγουν την του παλαιού και σκιώδους και παρελθόντος Νόμου, ήτις δια την παλαιότητα οξινίζει και άχαρηστος γίνεται, μηδέ έχων την ζύμην της κακίας και της πονηρίας, ως λέγει ο Παύλος˙ «Ώστε εορτάζωμεν τη εν ζύμη παλαιά μηδέ εν ζύμη κακίας και πονηρίας» (α΄Κορ. ε΄8). Ένζυμος δε πάλιν λέγεται ο λόγος της Πίστεως, καθότι αυτός είναι στερεός, συγκρατών την καρδίαν και την νοεράν δύναμιν του πιστεύοντος, και μη αφίνων αυτήν να κλονήται εις διαφόρους αιρέσεις και πλάνας˙ όν τρόπον και ο αισθητός ένζυμος άρτος στηρίζει και συγκρατεί την αισθητήν καρδίαν του ανθρώπου, ως είπεν ο Ψαλμωδός˙ «και άρτος καρδίαν ανθρώπου στηρίζει» (Ψαλ. ργ΄15).

Τούτων ούτω προεγνωσμένων, λέγει ο Μελωδός ˙ ενυπόστατος του Θεού Λόγος είπεν εις τους αγίους του Μαθητας˙ σκευάσατε (ήτοι ετοιμάσατε), ώ Μαθηταί μου, το Πάσχα, χάριν των ευσεβών και ορθοδόξων λαών των Χριστιανών, εις τους οποίους εγώ μυσταγωγώ και διδάσκω τα της ευσεβείας Μυστήρια. Ή νοείται και ούτως˙ ετοιμάσατε, ώ Μαθηταί μου, εις τους οποίους εσάς μυώ και διδάσκω τα της ευσεβείας Μυστήρια, το Πάσχα εν υπερώω τόπω, τουτέστιν όχι εις σαρκικόν και ψυχικόν άνθρωπον, και τα σαρκικά και ψυχικά φρονούντα˙ επειδή, κατά τον Απόστολον, ψυχικός άνθρωπος ου δέχεται τα του Πνεύματος (α΄Κορ. β΄14)˙ το δε ιδικόν μου Πάσχα και τα Μυστήρια είναι όλως πνευματικά˙ αλλά ετοιμάσατε αυτό εις άνθρωπον υψηλόν και ουρανομήκη και τα υψηλά φρονούντα, και απλώς, εις άνθρωπον πνευματικόν και νούν έχοντα θεωρητικόν.

Πώς δε αυτό πρέπει να ετοιμάσουν; Με άζυμον μεν λόγον της αληθείας και απλότητος, όχι όμως και χωρίς τον ένζυμον και αρτώδη και στερεόν˙ διότι τον ένζυμον, άρτον αινιγματωδώς εφανέρωσεν ο Μελωδός με την προσθήκην του, «Το στερρόν δε της χάριτος μεγαλύνατε», της χάριτος δε εστί το ένζυμον, επειδή δι’ ενζύμου άρτου και ο Κύριος τότε παρέδωκε το Μυστήριον, ακόμη γαρ δεν ήτον καιρός των αζύμων, καθότι αυτά ετρώγοντο μετά του αμνού και των πικρίδων εν τη νυκτί του μεγάλου Σαββάτου , και πάσα δε η του Χριστού ορθόδοξος Εκκλησία δι’ ενζύμου άρτου εκτελεί το Μυστήριον˙ όθεν και ως της χάριτος όν, ακολούθως είπεν ο Μελωδός ότι να μεγαλύνουν το ένζυμον˙ τα γαρ άζυμα με το να εμεταχειρίζετο ο παλειός Νόμος εις όλας σχεδόν τας ιεροπραξίας, δια τούτο ο Μελωδός δεν ονομάζει αυτά της χάριτος, ούτε λέγει να τα μεγαλύνουν οι πιστοί. Διατί δε όλως αναφέρει άζυμα εδώ ο Μελωδός; Δια να δείξη μυστικώς ότι έφαγε τότε το παλαιόν Πάσχα ο Κύριος, όπερ δι’ αζύμων εγίνετο, καθώς και άλλοι πολλοί Πατέρες ούτως υπέλαβον˙ ότι δε κατ’ εκείνον τον χρόνον δεν το έφαγεν , όρα εις τον λόγον του Ιωάννου Ιεροσολύμων «Κατά αζύμων», και εις το «Περί Μυστηρίων Βιβλιάριον» Ευστρατίου του Αργέντου.

Δια του αζύμου λοιπόν και του ενζύμου τούτο το νόημα παρασταίνεται, δηλαδή ότι ο ευσεβής άνθρωπος πρέπει να τρέφεται αζύμως μεν (ήτοι απλοϊκώς) δια την απλότητα και αλήθειαν της ευσεβείας και Πίστεως˙ ενζύμως δε και φρονίμως, διότι κοντά εις την απλότητα πρέπει να έχη και σύνεσιν και φρονιμάδαν˙ καθώς και ο Κύριος παραγγέλει λέγων˙ «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις, και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. ι΄16), και ο Απόστολος˙ «Μη παιδία γίνεσθε ταις φρεσίν, αλλά τη κακία νηπιάζετε, ταις δε φρεσί τέλειοι γίνεσθε» (α΄Κορ. ιδ΄20).48

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Δημιουργόν ο Πατήρ προ των αιώνων σοφίαν, γεννά αρχήν οδών με, εις έργα έκτισε, τα νύν μυστικώς τελούμενα˙ Λόγος γαρ άκτιστος ως φύσει, τας φωνάς οικειούμαι, ού νυν πεοσείληφα.

48. Ότι μεν είναι αποβεβλημμένα τα άζυμα από τα Μυστήρια της του Χριστού Εκκλησίας, τα δε ένζυμα μόνα είναι δεκτά εις αυτήν, και τι αυτά δηλούσιν, άκουσον. Ιωσήφ ο Βρυέννιος εν τη πρώτη διαλέξει, ήν εποιήσατο του λατίνου Σκαράνου ούτω φησί˙ «Πρώτον υμών αποσχιζόμεθα, ότι αντί ενζύμων εν ταίς υμών λειτουργίαις προσφέρεται άζυμα˙ περί αυτού γαρ ούτως η εβδόμη οικουμενική σύνοδος τίθησιν˙ Εί τις ού τίθησιν εις την προσφοράν προζύμην και άλας, και εί τις προσφέρει άζυμα, ανάθεμα έστω˙ και ο μέγας Βασίλειος εν τη ερμηνεία της θείας Λειτουργίας φησί˙ Δια των ενταύθα τελουμένων σημαίνομεν την τελείαν ανθρωπότητα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και δείκνυμεν τούτο τέλειον Θεόν είναι και τέλειον άνθρωπον˙ άλευρον η σάρξ, πρόζυμον η ψυχή, άλας ο νούς˙ και δια τούτο ονομάζομεν. Αλλά και τας πέντε αισθήσεις αποπληρούμεν εν ταις ιεραίς προσφοραίς˙ όρασις το άλευρον, όσφρησις το πρόζυμον, ακοή το πύρ, γεύσις το άλας, και αφή το ύδωρ» (Τόμ. α΄).

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Ιερός Μελωδός από το Η΄κεφάλαιον των Παροιμιών, όπου η ενυπόστατος Σοφία ο Μονογενής Υιός του Θεού λέγει περί εαυτού˙ «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού˙ προ του αιώνος εθεμελίωσέ με, εν αρχή προ του την γην ποιήσαι… προ του όρη εδρασθήναι, προ δε πάντων των βουνών γεννά με» (Στίχ. 22). Επειδή δε το, Έκτισε ρήμα, ως από της ενυποστάτου Σοφίας του Πατρός λεγόμενον, σκανδάλου πέτρα έγινεν εις πολλούς˙ εκ τούτου γαρ οι Αρειανοί κινούμενοι, ετόλμησαν να ειπούν κτίσμα τον Μονογενή Υιόν του Θεού˙ δια τούτο ο Θεσπέσιος Κοσμάς άριστα εδώ διακρίνει, τι μεν δηλοί το , Γεννά, τι δε το, Έκτισεν. Επειδή γαρ ο Χριστός Θεός εστίν ο αυτός και άνθρωπος, το μεν Γεννά λαμβάνεται επί της αϊδίου αυτού Θεότητος, καθ’ ήν εκ του ομοουσίου εγεννήθη Πατρός υπέρ πάντα λόγον και τέλος προς τα έξω˙ το δε Έκτισε λαμβάνεται επί της χρονικής αυτού ανθρωπότητος, καθ’ ήν επτώχευσε το κτιστόν. Σαφηνίζων λοιπόν την ασάφειαν του ρητού της Παροιμίας ο Μελωδός λέγει˙ Εμέ την δημιουργικήν Σοφίαν των απάντων γεννά ο Πατήρ προ πάντων των αιώνων˙ γεννά δε με αρχήν οδών αυτού, ήγουν δημιουργικήν αιτίαν και αρχήν των όντων , δι΄ής τα πάντα εγένετο˙ εις δε ταύτα τα έργα τα νύν μυστικώς τελούμενα, ήγουν εις την ανθρωπίνην σωτηρίαν και την ανάπλασιν, δεν με γεννά , αλλά έκτισέ με, ήγουν ηυδόκησέ με να προσλάβω το κτιστόν σώμα. Άς μη θαυμάζη δε τινάς, αν εγώ, Θεός ών κατά την άναρχον φύσιν της Θεότητος και άκτιστος και προαιώνιος υπάρχων Λόγος και Υιός, λέγω ότι με έκτισεν ο Πατήρ˙ μεδέ εις άτοπα νοήματα κρημνιζέσθω , υπό της λέξεως ταύτης κινούμενος˙ επειδή γαρ εγώ επ’ εσχάτων προσέλαβον εις την ιδικήν μου υπόστασιν την κτιστήν φύσιν της ανθρωπότητος, και εν πρόσωπον και μία υπόστασις σύνθετος γέγονα εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, δια τούτο οικειοποιούμαι και τας φωνάς της ανθρωπότητός μου˙ και εκείνο όπου η ανθρωπότης μου εχρεώστει να λέγη δια τον εαυτόν της, τούτο εγώ λέγω παρά ταις Παροιμίαις, ως εκ μέρους αυτής˙ εί γαρ και διπλούς υπάρχω κατά τας φύσεις, άλλ’ όμως εις υπάρχω κατά το πρόσωπον και την υπόστασιν.

Ούτω μεν ηρμήνευσε το, Γεννά και το, Έκτισε Θεόδωρος ο Πρόδρομος. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ομοίως και ο Νύσσης το «Αρχήν οδών» συνάπτουσι με το, Έκτισεν, ήγουν έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις τα έργα τα νύν μυστικώς τελούμενα, και θέλουσιν ότι νοείται τούτο κατά την ανθρωπότητα, την οποίαν προείδεν ο Θεός αρχήν των αϊδίων του ορισμών προ πάντων των ποιημάτων˙ και όρα τον Μηνιάτην εις το πρώτον μέρος της Δευτέρας Κυριακής προς της Χριστού Γεννήσεως˙ και ίσως βέλτιον τούτο εστι, καθότι και τα λόγια του Παροιμιαστού ούτως εκφέρονται˙ «Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού˙ προ δε πάντων των βουνών γεννά με», όπου το μεν, Έκτισε σχετικώς προφέρεται προς τέλος και αιτίαν, δηλαδή την αρχήν των οδών και τα του Θεού έργα˙ το δε , Γεννά ασχέτως και αναιτίως εκφέρεται, καθώς είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ «Το μεν ών, ο Χριστός (ήτοι κατά την Θεότητα) και αεί ων εκ του αεί όντος υπέρ αιτίαν και λόγον˙ ουδέ γαρ ήν του Λόγου λόγος ανώτερος» (ήγουν ποιητική αιτία) (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν). Αλλά και το Τροπάριον τούτο δύναται να νοηθή κατά την γνώμην των ανωτέρω Πατέρων, εάν λάβη υποστιγμήν εις το, Γεννά ούτω˙ «Δημιουργόν ο Πατήρ προ των αιώνων Γεννά με», και εδώ να σταθή˙ είτα ως απ’ άλλης αρχής να ειπή˙ «Αρχήν οδών με εις έργα έκτισε τα νύν μυστικώς τελούμενα». Σημείωσαι ότι ο Μέγας Βασίλειος και ο Νύσσης Γρηγόριος «Κύριος εκτήσατό με» ανέγνωσαν˙ παρ’ άλλοις αντιγράφοις , «Και ούκ έκτισέ με»˙ το δε «Εκτήσατό με» νοείται αντί του εγέννησεν˙ ούτω γαρ και ο Αδάμ είπεν, όταν εγέννησε τον Κάϊν˙ «Εκτησάμην (ήτοι εγέννησα ) άνθρωπον δια του Θεού» (Γεν. δ΄1). 49

49. Θέλεις να ακούσης, Αγαπητέ, και τα ίδια λόγια του Θεολόγου Γρηγορίου και του Νύσσης; Άκουσον αυτά προς πληροφορίαν σου. Ο μεν Θεολόγος ούτω γράφει˙ «Τί των όντων αναίτιον; Θεότης; Ουδείς γαρ αιτίαν ειπείν έχει Θεού. Ή τί αν είη Θεού πρεσβύτερον; Τί δε της ανθρωπότητος (ήν δι’ ημάς υπέστη Θεός) αιτία; Το σωθήναι πάντως ημάς; Τί γαρ έτερον; Επειδή τοίνυν ενταύθα και το, έκτισε και το, γεννά με σαφώς ευρίσκομεν, απλούς ο λόγος. Ο μεν αν μετά της αιτίας ευρίσκοιμεν, προσθώμεν τη ανθρωπότητι˙ ο δε απλούν και αναίτιον, τη Θεότητι λογισώμεθα˙ «΄Έκτισε γαρ με, φησίν, αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού»˙ έργα δε χειρών αυτού αλήθεια και κρίσις, ών ένεκεν εχρίσθη Θεότητι˙ χρίσις γαρ αύτη της ανθρωπότητος˙ το δε, Γεννά με, χωρίς αιτίας˙ ή δείξόν τι τούτω προσκείμενον. Τις ούν αντερεί λόγος, κτίσμα μεν λέγεσθαι την Σοφίαν κατά την κάτω γέννησιν˙ γέννημα δε κατά την πρώτην και πλέον άληπτον;»(Λόγ. Β΄ περί Υιού).

Και ο συνώνυμος δε αυτώ και της Νύσσης φωστήρ ούτω λέγει˙ «Κύριος έκτισέ με˙ τούτου χάριν εκτίσθην ο αεί ών και μηδέν του κτισθήναι δεόμενος, ώστε μεν γενέσθαι αρχήν οδών εις τα έργα του Θεού, τους ανθρωπόπους λέγω˙ της γαρ οδού της πρώτης καταφθαρείσης, έδει πάλιν εγκαινισθήναι τοις πλανωμένοις οδόν πρόσφατον και ζώσαν αυτόν εμέ, ός ειμί οδός. Και ότι προς το ανθρώπινον η του, Έκτισέ με διάνοια Βλέπει, σαφέστερον ημίν τούτο παρίστησι δια των ιδίων λόγων ο θείος Απόστολος , εν οίς διακελεύεται˙ «Ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν»˙ (Ρωμ. ιγ’ 14), και προς τούτοις όπου τον αυτόν επαναλαβών λόγον φησίν˙ «Ενδύσασθε τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα» (Εφ. δ΄24). Εί γαρ εν μεν εστί το σωτήριον ένδυμα, τούτο δε εστίν ο Χριστός , ούκ αν άλλον τις είποι, παρά τον Χριστόν είναι τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα. Αλλά δήλον ότι ο τον Χριστόν ενδυσάμενος, τον καινόν ενδέδυται άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα˙ μόνος γαρ ούτος ως αληθώς καινός κυρίως ονομάζεται άνθρωπος, ός ουχί δια των γνωρίμων τε και συνήθως της φύσεως οδών εν τω των ανθρώπων εφάνη βίω, άλλ’ εξηλλαγμένη τις και ιδιάζουσα επί μόνου τούτου εκαινοτομήθη η κτίσις» (Λόγ. Γ΄κατ’ Ευνομίου τόμω β).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

Ως άνθρωπος υπάρχω, ουσία ού φαντασία, ούτω Θεός τω τρόπω της αντιδόσεως, η φύσις η ενωθείσά μοι˙ Χριστόν ένα, διο με γνώτε, τα εξ ών εν οίς, άπερ πέφυκα σώζοντα.

Ε ρ μ η ν ε ί α.

Πολλοί κακόδοξοι και αιρετικοί επεχείρησαν να μολύνουν, όσον εκ μέρους των, την κοσμοσωτήριον Οικονομίαν του Θεού Λόγου˙ άλλοι μεν γαρ εβλασφήμησαν, ότι ο Θεός Λόγος δεν προσέλαβεν ανθρωπότητα αληθή και κατ’ ουσίαν, αλλά κατά φαντασίαν˙ των οποίων αρχηγός ήτον ο δυστυχής Ευτυχής ο Μονοφυσίτης˙ άλλοι δε εβλασφήμουν, ότι η προσσληφθείσα ανθρωπότης υπό του Θεού Λόγου δεν εθεώθη ευθύς εν τη προσλήψει, ούτε έγινεν, όπερ το χρίσαν , ως είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ των οποίων αρχηγός εστάθη ο άνους Απολινάριος˙ και άλλοι εφρόνουν δύο Υιούς, ένα τον εκ Πατρός γεννηθέντα, και άλλον τον εκ Μαρίας γεννηθέντα˙ των οποίων αρχηγός εστάθη ο ανθρωπολάτρης Νεστόριος.

Ταύτας λοιπόν τας αιρέσεις θέλων να ανατρέψη και να καταστρέψη ο Ιεράρχης Κοσμάς, δεν εισάγει τον εαυτό του αντιλέγοντα με τους ανωτέρω αιρετικούς, ουδέ τον δείνα Απόστολον, ή τον δείνα Διδάσκαλον, ή τον δείνα Προφήτην, άλλ’ αυτόν εισάγει τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν, ούτω περί εαυτού θεολογούντα και λέγοντα˙ ώ άνθρωποι , καθώς αληθώς κατ’ ουσίαν, και ουχί κατά φαντασίαν προσέλαβον την ανθρωπίνην φύσιν, και άνθρωπος αληθής υπάρχω˙ ούτω και ταύτην την προσληφθείσαν υπ’ εμού και ενωθείσάν μοι φύσιν την ανθρωπίνην εν αληθεία εθέωσα κατά τον τρόπον της αντιδόσεως: ήτοι λαβών εγώ καθ’ υπόστασιν το κτιστόν και παθητόν της ανθρωπίνης φύσεως, αντέδωκα δικαίως την θέωσιν εις αυτήν˙ τρόπος γαρ αντιδόσεως εστί, κατά τον εκ Δαμασκού Ιωάννην, εκατέρας φύσεως της εν Χριστώ αντιδιδούσης τα ετέρα τα ίδια, δια την της υποστάσεως ταυτότητα, και την εις αλλήλας των φύσεων ασύγχυτον περιχώρησιν˙ όθεν κατά τούτον τον τρόπον Θεός παθητός ο Χριστός ονομάζεται, και Κύριος της δόξης εσταυρωμένος, καθό δηλαδή δέχεται τα της παθητής φύσεως ιδιώματα της υποστατικώς συνούσης αυτώ˙ και πάλιν , εκ του εναντίου, παιδίον λέγεται προαιώνιον, και άνθρωπος άναρχος, καθότι σύνθετος ών ο Χριστός εκ δύο φύσεων Θεότητός τε και ανθρωπότητος, ποτέ μεν εκ των θεοπρεπών αυχημάτων, ποτέ δε εκ των ανθρωποπρεπών και ταπεινών ιδιωμάτων ονομάζεται.

Επιφέρει δε ο Μελωδός τον Κύριον λέγοντα˙ δια τούτο, ώ άνθρωποι, γνωρίσατέ με ένα Χριστόν, κατά την υπόστασιν δηλαδή και το πρόσωπον, μη διαιρούμενον εις δύο Υιούς, σώζοντα δε τας δύο φύσεις, Θεότητα δηλαδή και ανθρωπότητα ολοκληρότατα και ακεραιότατα συν πάσαις ταις φυσικαίς αυτών ενεργείαις και ιδιώμασιν, εξ ών φύσεων, και εν αίς φύσεσι, μάλλον δε και ακριβέστερον ειπείν, άπερ (ήτοι αύται αι δύο φύσεις) εγώ ειμί ο Χριστός. Είπον δε μάλλον και ακριβέστερον το τρίτον, διότι, κατά τον Θεόδωρον, το πρώτον: ήτοι το, Εξ ών δεν είναι τόσον ακριβές˙ εί γαρ και λέγεται ο Θεάνθρωπος , ότι εκ των δύο πέφυκε φύσεων, ως παρά τω Θεολόγω Γρηγορίω γράφεται˙ «Προελθών δε Θεός μετά της προσλήψεως, εν εκ δύο των εναντίων σαρκός και πνεύματος, ών το μεν εθέωσε, το δε εθεώθη» (Λόγ. εις την Χριστού Γέννησιν»˙ άλλ΄όμως δεν είναι πάντη προσφυές το λέγειν ούτω περί Χριστού˙ καθότι ο λέγων ότι ο Χριστός πέφυκεν εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, φαίνεται ότι έννοιαν ύλης και είδους εισάγει, και υπονοείται ότι δοξάζει τον Χριστόν ότι συνίσταται εξ ύλης μεν της ανθρωπότητος, έξ είδους δε της Θεότητος˙ τούτο δε είναι ανάξιον να νοήται επί Χριστού˙ επειδή ο προσληφθείς υπό του Σωτήρος ολόκληρος άνθρωπος, ο εκ σώματος και νου και ψυχής, δεν ήτον ως ύλη ανείδεος, άλλ’ ούτε η Θεότης ήτον τοιούτον είδος, ώστε να μορφώση την τοιαύτην ύλην.

Δεύτερον δε λέγεται Εν οίς, ήγουν ότι εν ταις δύο φύσεσι πέφυκεν ο Χριστός˙ άλλ’ όμως ουδέ αυτό έχεται ακριβείας˙ καθότι ο λέγων τούτο έννοιαν εισάγει μέρους και όλου˙ εν τοις μέρεσι γαρ το όλον εστίν˙ ού γαρ ως όλον μεν εστίν ο Θεάνθρωπος Χριστός , ως μέρη δε αυτού η Θεότης και η ανθρωπότης, ίνα δώσωμεν ότι εν αυτοίς θεωρείται. Τι δε ασεβέστερον το να μερικεύση τινάς την άπειρον Θεότητα; Οικειότερον λοιπόν και ακριβέστερον είναι, όταν περί των δύο φύσεων του Χριστού θεολογώμεν, να αφίνωμεν το, Εξ ών, και το, Εν οίς, να προτιμώμεν δε το Ά˙ διότι, αν και εκείνα φαίνωνται ότι ελέχθησαν και λέγονται ευσεβώς υπό πολλών Θεολόγων, ήγουν, ότι ο Χριστός πέφυκεν εκ Θεότητος και ανθρωπότητος, και ότι ο Χριστός θεωρείται εν Θεότητι και ανθρωπότητι˙ μ΄όλον τούτο ακριβέστερον είναι να λέγωμεν ότι ο Χριστός δύο φύσεις εστί, Θεός δηλαδή και άνθρωπος˙ όθεν και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπεν˙ «Αι δύο φύσεις, εις εστι Χριστός, και ο εις Χριστός, δύο φύσεις εστί» (Βιβλ. γ΄κεφ. ιδ΄)50

50. Σημειούμεν δε και τούτο μετά του αυτού Δαμασκηνού. «Όταν ημείς λέγωμεν, ή ακούωμεν άλλων λεγόντων ότι ο Χριστός εκ Θεότητός εστί και ανθρωπότητος, ού δεί εννοείν αυτόν εξ ετέρων έτερον, ώσπερ εκ ψυχής και σώματος άνθρωπον , ή ως εκ τεσσάρων στοιχείων σώμα, άλλ’ έξ ετέρων τον αυτόν˙ εκ Θεότητος γαρ και ανθρωπότητος Θεόν τέλειον και άνθρωπον τέλειον τον αυτόν και είναι και λέγεσθαι εκ δύο τε και εν δυσίν ομολογούμεν φύσεσιν(Βιβλ. γ΄κεφ. γ’ ) . Ομοίως και όταν λέγωμεν ότι ο Χριστός θεωρείται και γινώσκεται εν Θεότητι και ανθρωπότητι, ουχί εν ετέροις έτερον νοούμεν αυτόν, άλλ’ ετέροις τον αυτόν˙ και ούτως επ’ αυτού και ταύτα οικείως λέγονται». Μολοντούτο και οικειότερον, ως είπομεν, και ακριβέστερον είναι το τρίτον.

ερανίσθη δε τα τρία ταύτα ο Μελωδός από τον πολύν εν Θεολογία Γρηγόριον και εμιμήθη αυτόν˙ καθώς γαρ εκείνος θεολογών περί των τριών υποστάσεων της μακαρίας Τριάδος και της μιας τούτων Θεότητος, είπεν˙ «Έν γαρ εν τρισίν (υποστάσεσι δηλ.) η Θεότης, και τα τρία έν, τα εν οίς η θεότης, ή το γε ακριβέστερον ειπείν, ά η Θεότης» (Λόγ. εις τα φώτα), ούτω και ο θείος Κοσμάς εδώ περί των δύο φύσεων του Χριστού Θεολογών, «Έξ ών, και εν οίς, άπερ πέφυκα», είπε, το, Άπερ, του, Έξ ών, και του, εν οίς, δείχνων ακριβέστερον. Και εν τη πρώτη δε επιστολή τη προς Κληδόνιον ούτω γράφει ο ανωτέρω Θεολόγος˙ «Και εί δεί συντόμως ειπείν, άλλο μεν και άλλο τα, έξ ων ο Σωτήρ (ήτοι δύο αι φύσεις εισίν αυτού), είπερ μη ταυτόν το αόρατον τω ορατώ , και το άχρονον τω υπό χρόνον˙ ούκ άλλος δε και άλλος˙ μη γένοιτο! (ήτοι ουχί δύο υποστάσεις και πρόσωπα) τα γαρ αμφότερα εν τη συγκράσει, Θεού μεν ενανθρωπήσαντος, ανθρώπου δε θεωθέντος˙ ή πως αν τις ονομάσειεν».

Άμποτε δε και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα Κανόνα να προετιμαζώμεθα με την προσοχήν του νοός, με την αποστροφήν των πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, με την αποχήν του μίσους και της μνησικακίας, με το καθαρόν συνειδός, με την κατά δύναμιν νηστείαν και εγκράτειαν, και με την εξαγόρευσιν των κρυπτών˙ και ούτω δια της τοιαύτης προετοιμασίας να πλησιάζωμεν εις τα θεία Μυστήρια και να μεταλαμβάνωμεν του μυστικού Δείπνου, καθώς όλος ούτος ο Κανών περί τούτου, ως επί το πλείστον, διαλαμβάνει. Άμπτοτε κανείς από ημάς να μη φανή μιμητής του προδότου Ιούδα, θανασίμους μεν αμαρτίας ποιών, έπειτα δε τολμών να κοινωνή αναξίως το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Ουαί και αλλοίμονον εις τον τοιούτον!

Ότι αυτός δεν φωτίζεται από τα φωτουργικά Μυστήρια, αλλά μάλλον σκοτίζεται και καταφλέγεται˙ αυτός δεν λαμβάνει άφεσιν των αμαρτιών, αλλά μάλιστα κατάκρισιν και καταδίκην, καθώς ο Παύλος βοά˙ «Ο γαρ εσθίων και πίνων αναξίως (το σώμα και αίμα του Κυρίου) κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει, μη διακρίνων το σώμα του Κυρίου» (α΄Κορ. ια΄29).

Όθεν είπε και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος˙ «Εί γαρ χωρίς εξομολογήσεως και της επακολουθούσης μετανοίας, ουδέ ρημάτων θείων άξιός τις έσται προς υποδοχήν˙ πώς αίμα Χριστού και σώμα δέξαιτ’ αν τις εν εαυτώ μη δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας αναλόγου τοις πταίσμασι προκαθαρθείς; Εί γαρ ανατείναι προς Χριστόν τας χείρας και εύξασθαι ουκ ένι, μη καθαρός έχοντι ταύτας από αμαρτίας, μηδέ προαποθεμένω μίσος άπαν και τους εκ τούτου διαλογισμούς˙ μηδέ τούτο δείκνυσιν ο Παύλος, «Βούλομαι, λέγων, εν παντί τόπω εύχεσθαι υμάς, επαίροντας οσίους χείρας χωρίς οργής και διαλογισμών», πώς εν ημίν αυτοίς, σχώμεν τον Θεόν, και σύσσωμοι αυτώ γενώμεθα μη προαποθέμενοι τας αμαρτίας δι’ εξομολογήσεως, μηδέ τον εξ αυτών προσγενόμενον ρύπον τη ψυχή ελεημοσύνη και αγνεία και εγκρατεία προσευχή τε και κατανύξει, και τοις άλλοις της μετανοίας έργοις προκαθάραντες;» Όχι μόνον δε με τα τοιαύτα πρέπει να καθαριζώμεθα προ της μεταλήψεως, αλλά και μετά την μετάληψιν πρέπει να προσέχωμεν εις τον εαυτόν μας, και να φυλαττώμεθα, καθώς λέγει ο αυτός Γρηγόριος˙ «Δια τούτο μη Μόνον προκαθαιρώμεθα, αλλά και μετά το τυχείν του θείου τούτου δώρου προσέχωμεν εαυτοίς, και πολλήν επιδειξώμεθα την φυλακήν, ώστε μένειν των παθών ανώτεροι, και τας αρετάς καταγγέλειν κατά ενοικήσαι ευδοκήσαντος ημίν εκ της εν ημίν επιφαινομένης κατά ταύτας προς αυτόν ομοιότητος» (Λόγ. Περί Θείων Μυστηρίων).

Άμποτε δε και να φωτισθώμεν υπό της θείας χάριτος, δια να εννοήσωμεν τα θεοπρεπή και υψηλά και Θεολογικά νοήματα όπου περιέχονται εν τοι Τροπαρίοις τούτοις, καθώς ταύτα φανερώνονται, όσον το δυνατόν, εν τη κατά μέρος ενός εκάστου εξηγήσει˙ ίνα κεκαθαρμένοι όντες δια Πράξεως, και πεφωτισμένοι δια Θεωρίας ενωθώμεν Χριστώ τω Θεώ τω υπέρ της σωτηρίας ημών ερχομένω εις το εκούσιον πάθος, και εις τον Σταυρόν και εις τον θάνατον˙ ώ η δόξα και το κράτος σύν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι εις τους αιώνας. Αμήν.

Από το βιβλίο «Εορτοδρόμιον», του Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου. εκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» (τόμος Β΄, σελ. 127-175)

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.