Μία ενδιαφέρουσα εισήγηση: «Το πρωτείο της ευφυΐας στον νεο-αρειανισμό: Σκέψεις πάνω στη σύγχρονη φιλοσοφία της παιδείας»

«Το πρωτείο της ευφυΐας στον νεο-αρειανισμό: Σκέψεις πάνω στη σύγχρονη φιλοσοφία της παιδείας»

 

Κατ’ αρχήν δεν είμαι θεολόγος, αλλά ιστορικός, συνεπώς θα επιχειρήσω ένα είδος «ιστορίας του παρόντος». Στην εποχή μας πηγαινοέρχονται τα διάφορα πρωτεία (πολιτικά, οικονομικά, θρησκευτικά κλπ.), ενώ και η «σωστή πλευρά τςη ιστορίας» χαρακτηρίζεται από μια ιδιάζουσα ρευστότητα. Ένα μόνο μένει αμετακίνητο μέχρι σήμερα, «το πρωτείο της ευφυΐας»!

Αφορμή για την εισήγηση αυτή υπήρξε η μνεία του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς για τον σύγχρονο πολιτισμό ως αποκύημα ενός νεο-αρειανισμού, την οποία μου υπενθύμισε ο παιδιόθεν φίλτατος καθηγητής π. Γεώργιος Αναγνωστόπουλος. Σύμφωνα λοιπόν με τον Σέρβο αυτόν άγιο του 20ού αιώνα, στο βιβλίο του Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, ο «αρειανισμός δεν έχει ακόμη ταφεί, σήμερα είναι περισσότερο της μόδας παρά ποτέ άλλοτε… Έχει διαχυθεί ως ψυχή στο σώμα της σύγχρονης Ευρώπης… Με τη ζύμη του αρειανισμού έχει ζυμωθεί και η φιλοσοφία της Ευρώπης και η επιστήμη της και ο πολιτισμός της και εν μέρει η θρησκεία της». Και ποια είναι η πηγή αυτού του νέο-αρειανισμού, κατά τον άγιο Ιουστίνο; Είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος κατέστησε τον εαυτό του μέτρο όλων των πραγμάτων και ο,τιδήποτε υπερχειλίζει και υπερβαίνει τον έλεγχό του το αρνείται και το απαξιώνει.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό θα επιχειρήσω να προσδιορίσω ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του νεο-αρειανισμού που θεωρώ ότι είναι το πρωτείο της ευφυΐας και να το συνδέσω με κάποιες σκέψεις πάνω στη σύγχρονη φιλοσοφία και πράξη της εκπαίδευσης, που έχω ήδη καταθέσει σε κάποια από τα βιβλία μου.

Τι είναι όμως το πρωτείο της ευφυΐας; Είναι η θεωρητική και πρακτική εδραίωση της ευφυΐας στον θρόνο ενός παντεπόπτη νου και η αξιολόγηση κάθε έμβιας και άβιας ύπαρξης με βάση αποκλειστικά την ευφυΐα. Οποιοσδήποτε δεν λογίζεται ευφυής, με βάση όμως τα κριτήρια αυτού του παντεπόπτη, μόλις που θα μπορούσε να αξιωθεί της ίδιας της προσωνυμίας του ανθρώπου. Και παρά τα ρητορικά κηρύγματα περί αλληλεγγύης και συμπερίληψης και ειδικών ικανοτήτων, αυτό το πρωτείο είναι αδιαπραγμάτευτο. Γιατί άραγε; Διότι, απλώς, είναι η αιχμή του δόρατος για εξουσία.

Η ευφυΐα βεβαίως συνδέεται άμεσα με τον ορθολογισμό, είναι η πηγή του, δηλαδή πρόκειται για μια αντιμετώπιση των πάντων που έχει καταλήξει σήμερα να είναι αλγοριθμική. Γεννημένος, με τη νεότερη μορφή του, μέσα στον ρωμαιοκαθολικό σχολαστικισμό, ανανέωσε κατόπιν τη δυναμική του απορρίπτοντας κάθε θεολογική αναφορά για να αγκιστρωθεί τελικά στην επιστήμη και την αυτο-αναφορικότητά της, ως σωσίβιο. Εχθρός του ήταν και είναι η δεισιδαιμονία και ο ανορθολογισμός που συνδέθηκαν άρρηκτα με τη θρησκευτικότητα μέχρι σήμερα, αν και, πλέον, οι ψυχαναλυτές, οι ανθρωπολόγοι, οι σημειολόγοι και οι φιλόσοφοι έφτασαν να αναδεικνύουν την πρωτοκαθεδρία του ασυνειδήτου ακόμη και στις πιο ορθολογικές ενέργειες των ανθρώπων. Είναι σήμερα που από το κυρίαρχο IQ προσορμιστήκαμε στο EQ (στην Emotional Intelligence), είναι σήμερα που περιγράφονται, μελετώνται και διδάσκονται τα 8 ή 10 πλέον είδη της νοημοσύνης, είναι σήμερα που η ενασχόληση με την αστρολογία και τις παραθρησκευτικές σέκτες έχει γίνει must σε πολλούς κύκλους, μορφωμένων και μη.

Αλλά, παρά την οικουμενική και επιστημονική αυτή διολίσθηση, η ορθολογικότητα παραμένει αμετανόητη! Και το πρωτείο της ευφυΐας καλά κρατεί! Και γιατί αυτό; Διότι, όπως μια σειρά από δυτικούς κυρίως στοχαστές έχει πειστικά δείξει, το πνεύμα της τεχνολογικής καινο-θηρίας που έχει ιδιαζόντως καταλάβει τη Δύση, δεν είναι τόσο παιγνιώδες και ανακουφιστικό όσο προβάλλεται, αλλά είναι απότοκος του παντοδύναμου πνεύματος της ισχυο-θηρίας, το οποίο πρωτίστως την ενδιαφέρει, μια ισχυο-θηρία που είναι βεβαίως, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, μιλιταριστική.

Καινο-θηρία και ισχυο-θηρία είναι δεμένες άρρηκτα σαν το φως με τη σκιά. Όπως θα μας υπενθυμίσει ο Σάλομον: «Δεν αγοράζει κανείς ειδήμονες, τεχνικούς και συσκευές για να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά για να αυξήσει την ισχύ». Και αυτή η ισχύς έχει απόλυτη ανάγκη την ευφυΐα για να πολλαπλασιαστεί καρκινικά, για να επιτύχει ακόμη περισσότερη ισχύ, για να θέσει στα πόδια της την παγκόσμια εξουσία. Ευφυΐα και δημιουργικότητα, τεχνολογική όμως και όχι ανθρωπιστική δημιουργικότητα, συνεπιμελούνται τον σύγχρονο κόσμο, μέσα στον οποίο «δεν υπάρχει καμιά Γραμμή Μαζινό στο μυαλό του ανθρώπου», όπως θα τονίσει ο πατέρας τςη κυβερνητικής Ν. Βίνερ.

Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου πάνω στο πρωτείο της ευφυΐας, που εκφράστηκε αποφθεγματικά με το καρτεσιανό cogito. Στηρίχθηκε κυρίως σε αυτό που θα μπορούσα να αποκαλέσω «κωδική ευφυΐα», δηλαδή μια τεχνοκρατική, αλγοριθμική νοημοσύνη, που δεξιώθηκε την ευρύτατη μαθηματικοποίηση του κόσμου, δηλαδή τον πλήρη έλεγχο του κόσμου με ένα και μοναδικό εργαλείο. Όχι μια σφαιρική, συνολοποιητική, πνευματική νοημοσύνη, που ισοστατεί ανάμεσα στο υλικό, το ψυχικό και το νοητικό, αλλά μια ευφυΐα παραγωγική, που γεννά και διασπείρει κώδικες, που επιζεί και βιοπορίζεται από κώδικες.

Η σύνδεση ευφυΐας και εκπαίδευσης έγινε έκτοτε αναπόδραστη. Δεν κατοχυρώνεται πλέον η ευφυΐα, χωρίς μια πιστοποιημένη, ανώτατη ειδικά εκπαίδευση και μάλιστα σε κορυφαία εκπαιδευτικά ιδρύματα του κόσμου. Παρότι η λεγόμενη θυμοσοφία αναγνωρίζεται που και που ως μια απλοϊκή ή πρωτόγονη μορφή ευφυΐας, η οποία όμως στέκεται αρωγός μόνο στη διαχείριση των τεκταινομένων και όχι στην ιλιγγιώδη επιτάχυνση της ιστορίας, η «κωδική ευφυΐα» αποδεικνύεται ως το αποκλειστικό κριτήριο των πάντων στο σύγχρονο, ηγεμονικό πλέον, σύνδρομο τεχνο-επιστήμης και καταναλωτισμού. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η δόξα, το χρήμα και η ηδονή, τρεις από τις θεμελιώδεις εξαρτήσεις του ανθρώπου από τον κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου, εξάγονται πλέον ευθέως από αυτό το πρωτείο.

Διεξάγονται λοιπόν συνεχείς διαγ(κ)ωνισμοί ευφυΐας, με εξαιρετική διαφημιστική προβολή μάλιστα όσων ξεπερνούν τα συνήθη όρια των δεικτών, προσπορίζοντας αυξημένο εγχώριο και διεθνές prestige. Αυτό το prestige είναι λόγος αναγκαίος και ικανός για το brain drain, αλλά και δέλεαρ για εταιρείες και ιδρύματα που αναζητούν εναγωνίως από την παγκόσμια περιφέρεια τον ιδιοφυή άνθρωπο, για να τον εντάξουν στα παραγωγικά, τεχνολογικά projects τους, έτσι ώστε να ανταγωνιστούν και να προωθήσουν τα πρωτοπόρα προϊόντα τους.

Στο ηγεμονικό αυτό πλαίσιο αναζητείται και καλλιεργείται, μέσα στην ίδια την εκπαίδευση, η έννοια του «μικρού επιστήμονα», ενός παιδιού δηλαδή, το οποίο, με μια έγκαιρη και στοχευμένη προσοικείωση με τα ρομποτικά λ.χ. τεχνουργήματα ή με εκείνα της Τεχνητής Νοημοσύνης, θα αναλάβει, όταν ενηλικιωθεί, να εξακτινώσει τα δεδομένα projects της ιλιγγιοποίησης της ιστορίας, αυτής της εμπύραυλης προόδου προς ένα μέλλον που είναι κιόλας εδώ. Γι’ αυτό και «τώρα, δεν είναι το παιδί που έχει ανάγκη το μέλλον, αλλά μάλλον το μέλλον που έχει ανάγκη το παιδί», όπως θα τονίσει ο Γάλλος φιλόσοφος Finkiekraut. Είναι το μέλλον που αποζεί από την παιδικότητα, είναι αυτό που «τρέφεται» από τα παιδιά, είναι αυτό που η υλικότητά του ή η αϋλία του συγκροτείται από σπάργανα και συντηρείται μέσα στη εκρηκτική γειτονία των πολλαπλών γεννήσεων…

Η διαφήμιση  ήταν όμως αυτή που βοήθησε πολύ στην προώθηση της παν-ιδέας της ευφυΐας στο ευρύτερο κοινό. Από το παλιό «οι ξύπνιοι οδηγούν Ρενώ» της δεκαετίας του 1980 μέχρι τα «έξυπνα όπλα», τις «έξυπνες συσκευές», τα «smart gadgets» του σήμερα και τα extra gadgets του εγγύτατου αύριο, της Τεχνητής Νοημοσύνης αποκυήματα, ο ευφυής είναι ο έ-ξυπνος, δηλαδή ο αφυπνισμένος από ένα παρελθόν που είναι εξάπαντος οπισθοδρομικό, φονταμενταλιστικό, μισαλλόδοξο, άξιο του ageism και ευεπίφορο μιας νεαροποίησης, ένα παρελθόν από το οποίο έφτασε ο καιρός να αφυπνιστούμε σε μια καινούργια πραγματικότητα.

Μάλιστα είναι τόσο προσκολλημένος ο κόσμος στην ευφυΐα, τόσο πολύ βιοπορίζεται από αυτήν, νοητικά, συναισθηματικά, συμβολικά κλπ.,  ώστε και η παραμικρή αμφισβήτησή της αγγίζει τα όρια της ανηθικότητας: είναι ανήθικο να την κατηγορείς, κακόηθες να της ρίχνεις την ευθύνη για τις καταστροφές στον κόσμο, αυτή που θεωρείται μάλιστα και ως το δώρο του Θεού. Πολλά όμως από τα δώρα του Θεού έχουν απαξιώσει ήδη την πηγή τους, σφετερίζονται την ίδια τους την εκροή, τη δεσμεύουν αποκλειστικά στον εαυτό τους και την ισχύ τους. Αν άραγε η ευφυΐα ακινητοποιεί τον κόσμο σε ένα σύμπαν εγκλειστικής απολυταρχικότητας, βελούδινης (όπως θα έλεγε ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος) ή μη, όπως έχει συμβεί τους τελευταίους αιώνες με πλείστα ευφυή προϊόντα, είναι ακόμη θεϊκό δώρο;

Τι συμβαίνει όμως με το πρωτείο της ευφυΐας στην Ορθόδοξη πνευματικότητα; Υπάρχει; Και πώς εκτιμάται; Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν μέσα σε αυτήν λαϊκοί ή κληρικοί παντός βαθμού, αναγνωρισμένοι ως άγιοι επίσης, με πιστοποιημένη μόρφωση και μάλιστα μεγάλη, που σημαίνει ότι κατείχαν και μια ιδιαίτερη ευφυΐα και ένα μεγαλειώδες συγγραφικό έργο, ο αριθμός τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένος, αν κανείς δει τα στατιστικά δεδομένα του καθ’ ημάς αγιολογίου. Ακόμη και οι άγιοι του 20ού ή του 21ου αιώνα, δηλαδή μιας περιόδου όπου η μόρφωση και η ευφυΐα θεωρούνται πλέον εκ των ουκ άνευ, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πολύ περιορισμένης εκπαίδευσης. Αυτή η στατιστική υστέρηση άραγε τι σηματοδοτεί;

Η λέξη ευφυΐα δεν υπάρχει ούτε στην Παλαιά ούτε στην Καινή Διαθήκη, αλλά νομίζω ότι κάποιοι θα ήταν πρόθυμοι να την αντικαταστήσουν με τη λέξη σοφία, εφόσον και σήμερα, που η λέξη σοφία χρησιμοποιείται σπανιότερα από τους συγχρόνους μας, υποκινείται συχνά η ταύτιση της ευφυΐας με τη σοφία, την αυθεντική δηλαδή γνώση, την ιδιαίτερη γνωστική ικανότητα της αυθεντίας, της επιστημονικής βεβαίως αυθεντίας.

Η λέξη σοφία λοιπόν παρουσιάζεται 53 φορές μέσα στην Καινή Διαθήκη. Έτσι, είναι κλασική η διατύπωση του Απ. Παύλου στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, κεφ. Α΄, στιχ. 26-28: «Βλέπετε γὰρ τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, 27 ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, 28 καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ». Ο Θεός είναι αυτός που θα απωλέσει «τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν» και θα αθετήσει «τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν». Είναι αυτός που «ἐμώρανεν τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου», ρωτώντας μάλιστα ρητορικά ο Απ. Παύλος «ποῦ σοφός; ποῦ γραμματεύς; ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου;». Που είναι άραγε αυτοί «οι κομψοί των ασεβών»;

Η σοφία μάλιστα αυτή δεν είναι γένους ιουδαϊκού αλλά ελληνικού, δηλαδή διαλεκτικού, είναι χρήση λόγου περίπλοκου και εκλεπτυσμένου. Γιατί όμως ο Θεός πριμοδοτεί, τόσο απόλυτα μάλιστα, τα «μωρά», τα «ασθενή», τα «αγενή» και τα «εξουθενωμένα», δηλαδή τα εντελώς αντίθετα από αυτά που εκθειάζει ο σύγχρονος πολιτισμός; Τέσσερις συνεχόμενες λέξεις για να μην μείνει ίσως σε κανέναν καμιά αμφιβολία για ποιους και σε ποιους τελικά ομιλεί! Η απάντηση είναι σαφής: «ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας». Διότι, «τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί». Μάλιστα, πρόκειται περί «ευδοκίας», όχι παραχώρησης, όχι ελέους, όχι ανοχής, αλλά περί ευεργεσίας, δηλαδή μιας πλήρως εμπρόθετης ενέργειας, θα λέγαμε ότι όλο το είναι του Θεού συντάσσεται με αυτήν την ευδοκία στη μωρία του κηρύγματος.

Βεβαίως η σοφία δεν απορρίπτεται από το Ευαγγέλιο. Αλλά εντάσσεται σε άλλο πλαίσιο, γιατί έχει μια θεμελιώδη, υπερκόσμια, εξω-ιστορική, θεϊκή αναφορά, δεν είναι αυτο-αναφορική. Αυτή η σοφία είναι «οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν». Σε αυτή την άνωθεν σοφία «εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι». Έτσι η σοφία είναι θεϊκή και ταυτόχρονα μυστηριώδης και όποια σοφία έχουν οι άνθρωποι κατέρχεται άνωθεν, ως δωρεά, ανάλογα με το δοχείο της πίστης τους και της ασκητικής τους βιωτής, δεν είναι προϊόν διανοητικής ή τεχνικής επεξεργασίας και δεν είναι ανθρωπίνως διδακτή: «Λαλοῦμεν οὐκ ἐν διδακτοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν διδακτοῖς Πνεύματος ῾Αγίου, πνευματικοῖς πνευματικὰ συγκρίνοντες».

Ο Απ. Παύλος μάλιστα καυχάται «οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ᾿ ἐν χάριτι Θεοῦ ἀνεστράφημεν ἐν τῷ κόσμῳ», ο δε Απ. Πέτρος θα γράψει στην δεύτερη επιστολή του ότι «ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν». Η σοφία λοιπόν παρα-δίδεται, προσφέρεται, δωρίζεται, και ο Απ. Ιάκωβος θα επιμείνει: «Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτήτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ».

Όλη αυτή η μικρή περιήγηση περί της σοφίας-ευφυΐας μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση είναι νομίζω αρκετή, για την ώρα, ώστε να γίνει κατανοητή η αντιστροφή στην ποιότητα, την κατεύθυνση και τις ποικίλες διαστάσεις που εμφιλοχωρούν ανάμεσα στην ανθρώπινη ευφυΐα και τη θεϊκή σοφία. Η πρώτη είναι αυτοαναφορική, ισχυο-θηρική, φιληδονική και δοξομανής. Ακόμη και αν επενδύεται με προσχήματα φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης κλπ., ακόμη και αν κατασκευάζει φαντασμαγορικά τεχνολογικά επιτεύγματα, θεραπευτικά, ανακουφιστικά και διευκολυντικά, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί το αποπλανητικό ιδεολόγημα περί καλής και κακής χρήσης της τεχνολογίας, παραμένει ένα καθαρά ανθρώπινο δημιούργημα, άκρως ευεπίφορο επιπλέον σε μια, αδιόρατη συχνά, δαιμονική προσβολή. Η δεύτερη είναι πάνω απ’ όλα μυστήριο, το οποίο «ου φέρει έρευναν» και αυτός ο αινιγματικός χαρακτήρας της διαχέεται σε αμέτρητο πλήθος κειμένων αλλά και περιστατικών, όπου αυτά που αποκαλούμε «θαύματα» είναι αποκυήματα μιας θεϊκής σοφίας μέσω των εταστικών διαύλων απλών, απαίδευτων συχνά ανθρώπων, που κάποτε όμως αναγνωρίζονται ως άγιοι από την Εκκλησία μας.

Το πρωτείο της ευφυΐας αποτελεί λοιπόν ένα προβληματικό επ-οικοδόμημα, ειδικά όταν εγκατέλειψε τη σοβαρότητα, την τραγικότητα και τη μέριμνα, και πασπαλίζεται πλέον από αλαφροΐσκιωτες παιγνιώσεις και ηδονιστικές διεκδικήσεις. Ελπίζω να έχει γίνει κατανοητό ότι το πρόβλημα δεν είναι η ευφυΐα, αλλά το πρωτείο της, η ηγεμονία της, η αυτοαναφορικότητά της, η ισχυο-θηρία της. Προβληματικός είναι και ένας πολιτισμός που την χρησιμοποιεί ως εργαλείο πασπαρτού, απαξιώνοντας παράλληλα ο,τιδήποτε δεν συνάδει με τις συγκεκριμένες, αλγοριθμικές προδιαγραφές του. Αν λοιπόν κυριαρχεί σήμερα ένας πολιτισμικός και θρησκευτικός νεο-αρειανισμός, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, τότε επιτρέψτε μου να θεωρήσω ότι το πρωτείο της ευφυΐας είναι ακριβώς η αιχμή του δόρατος αυτού του πνεύματος, το οποίο, προσέξτε!, δεν το πρεσβεύει και το εναγκαλίζεται απλώς, αλλά κυρίως βιο-πορίζεται, πραγματικά και συμβολικά, από αυτό. Κι αυτή ειδικά η διάσταση του βιοπορισμού είναι ένα όντως ακαταμάχητο εμπόδιο.

Μπορούν λοιπόν να γίνουν διορθωτικές παρεμβάσεις σε αυτό το ηγεμονικό μοντέλο του πρωτείου της ευφυΐας; Μπορεί να γίνει εφικτή μια «δίαιτα της ευφυΐας», όπως ζητούσε ο μελετητής του Αριστοτέλη Πιερ Ομπένκ; Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι έχει τόσο βαθιά εδραιωθεί μέσα μας και τόσο πολύ αυτοπροωθείται με έναν μυστικιστικό μάλιστα τρόπο, ώστε θα πρέπει να αλλάξει η ίδια η δομή του κόσμου προς ένα καινούργιο, πλήρως ριζοσπαστικό, οικολογικό-πνευματικό μοντέλο. Είναι τόσο άρρηκτα δεμένο, ενσωματωμένο, σωματοψυχικά με τη σκηνοθεσία του σύγχρονου πολιτισμού, που είναι πραγματικά α(κατα)νόητο πώς θα μπορούσε να αποδεσμευτεί. Αν μπορούσε κάποτε να εκλείψει αυτό το πρωτείο, όχι η ευφυΐα, να κατέβει δηλαδή στο ταπεινό επίπεδο των ισόκυρων, έστω, εκδοχών ανάμεσα στις άλλες ανθρώπινες ποιότητες, τότε θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να προσδιορίσουμε με τι θα ήταν δυνατόν να μοιάζει μια ευφυΐα αποδεσμευμένη από το πρωτείο της. Θα γινόταν αυτό με έναν κρότο ή με έναν λυγμό; Κι ο λυγμός θα ακολουθούσε αιτιοκρατικά τον κρότο;

Αντώνης Σμυρναίος

Καθ. ΠΤΔΕ, Παν. Θεσσαλίας,

Εισήγηση στο Διεθνές συνέδριο:

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Ιστορία και στο Παρόν.

ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 13-15.12.2024